Του Γιάννη Κορομήλη
Όπως σας υποσχέθηκα χθες, σήμερα θα σας πω ένα παραμύθι. Ήμουν μαθητής Γυμνασίου όταν τα διάβασα. Είναι λοιπόν λογικό, μετά από τις δεκαετίες που πέρασαν να μη θυμάμαι ούτε τον συγγραφέα του ούτε και το ακριβές περιεχόμενο του. Θυμάμαι όμως και θα θυμάμαι πάντα την «ουσία» του. Αυτήν θα σας μεταφέρω εδώ. Θα σας πω δηλαδή την κρυμμένη αλήθεια αυτού του παραμυθιού. Ο λαός μας λέει: «όσα μύθια τόσα αλήθεια».
Μια φορά κι έναν καιρό ήτα ένα μάτι. Ένα ωραιότατο πλην μελαγχολικό γαλάζιο μάτι. Κι ήταν μελαγχολικό διότι έβλεπε μόνο την αρνητική πλευρά της ζωής. Έτσι ήταν το «φυσικό» του. Είχε δηλαδή μια μελαγχολική (στατική, θα την ονόμαζαν στις μέρες μας οι ειδικοί επιστήμονες) υροτροπία. Τα έβλεπε όλα σταθερά μαύρα. Έβλεπε δηλ. μόνο τις αρνητικές πλευρές της ζωής. Το φιλοσοφούσε κι όλας αναλόγως, ενθυμούμενο π.χ τι είπε ο Ιησούς για τη ζωή (εν τω κόσμω θλίψιν έξετε») ξεχνώντας όμως το αρχαιοελληνικό «ουδέν κακόν αμιγές καλού» δηλ. δεν υπάρχει κακό χωρίς να εμπεριέχει και κάτι καλό. Επιπλέον έκανε και «στραβό μάτι» αν έβλεπε κάτι καλό.
Κοντολογίς τα μηνύματα που έστελνε στον εγκέφαλο ήταν όλα ανησυχητικά, στραβά κι ανάποδα. Ο εγκέφαλος πάλι παίρνοντας τέτοια μηνύματα συνέχεια έδινε προς το σώμα και όλα τα όργανα και τα συστήματα του όλο και πιο έντονα σήματα εκνευρισμού, ανησυχίας αβεβαιότητας. Δημιουργούνταν έτσι μια νοσηρή κατάσταση. Ένα μίγμα από πίκρα, πόνο, απελπισία και άλλα συναφή
Έτσι βασανισμένα κι αργόσυρτα περνούσαν οι μέρες οι μήνες και κάποια χρόνια. Ώσπου μια μέρα ταλαιπωρημένο μάτι ανακάλυψε πως δεν ήταν… μόνο του. Δίπλα του ακριβώς, πάνω στο πρόσωπο υπήρχε κι ένα άλλο μάτι! Που μάλιστα του έμοιαζε αρκετά. Ήταν κι εκείνο γαλάζιο κι όμορφο. Διέκρινε μόνο κάποια διαφορά στο… ύφος. Εκείνο του φαινόταν – αν είναι δυνατόν;- κάπως χαρούμενο κι ευχαριστημένο.
Ανακάλυψε επίσης κι εκείνο το δεύτερο μάτι έκανε την ίδια δουλειά. Έστελνε δηλαδή κι εκείνο μηνύματα από όσα έβλεπε στον ίδιο εγκέφαλο. Δεν ήξερε βέβαια τι είδους ήταν τα μηνύματα του. Υπέθετε ότι δεν μπορούσε παρά να ήταν ίδια με τα δικά του. Αφού την ίδια πραγματικότητα έβλεπαν. Άρχισε λοιπόν να μελετάει καλύτερα το «αδελφάκι» του. Και διαπίστωσε (προφανώς κοιτάζοντας το σε καθρέφτη) ότι εκείνο ήταν πιο καθαρό, πιο συμπαθητικό. Επίσης δεν είχε εκείνη την άσχημη πτυχή από κάτω που είχε το ίδιο. Άρχισε λοιπόν να του κάνει (διευκρινιστικές θα λέγαμε) ερωτήσεις.
Από τις απαντήσεις που πήρε κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: πρώτα- πρώτα ο «σύντροφος» του δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τη δική του ζωή. Τον εύρισκε λίγο τρελούτσικο, ονειροπόλο, ιδεαλιστή αλλά και πρακτικό, δραστήριο. Αγαπούσε τη φύση και τη ζωή και τις χαρές της. Και σκεφτόταν κι έψαχνε τρόπους να κάνει όσο φυσικά γινόταν, λιγότερο ανυπόφορη απ΄ ότι εκείνος, τη ζωή του. Πολλές φορές μάλιστα τα κατάφερνε.
Με τον καιρό το μάτι (το πρώτο) άρχισε να θαυμάζει ο συνάδελφο του και να συζητούν συχνά για όσα έβλεπαν. Μάλιστα σκέφτηκαν πως θα ήταν καλό να μελετούν τις εικόνες της ζωής που έβλεπαν και να δίνουν πιο ειλικρινή και αξιόπιστα μηνύματα στον εγκέφαλο.
Συνεχίζεται