– Βρε κοντά είμαι σου λέω!
– Το σκέφτηκες καλά;
– Αν το σκέφτηκα καλά; Μόνο καλά; Νύχτες αξημέρωτες! Μέρες, βδομάδες, μήνες!
– Έλα, είσαι υπερβολικός!
– Ποιος ρε, εγώ; Ποιος μετριοπαθής από μένα υπάρχει; Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη! Δεν γίνεται το λοιπόν! Στο παρατσάκ είμαι! Μια σταγόνα για να ξεχειλίσει το ποτήρι, απόσταση αναπνοής να περάσω το ποτάμι…
– Τι να σου πω, αφού από ό,τι καταλαβαίνω, μάλλον έχεις πάρει την απόφασή σου, εγώ τι να πω, δεν μπορώ να επέμβω εξ άλλου, ούτε να σε πιέσω, άλλο αν πω τη γνώμη μου, που εγώ νομίζω ότι δεν κάνεις καλά!
– Όχι φίλε μου, δεν έχεις δίκιο, περνάει ο καιρός, χάνονται τα χρόνια, θα χαθούν κι άλλα και μετά; Μετά θα λέω που πήγαν οι μήνες, τι έκανα τότε; Πως μου έφυγε αυτό; Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει πίσω! Δεν αντέχω άλλο! Θα φύγω, μακριά. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο δεν μπορώ, δεν θέλω, ούτε να ακούω ούτε να μαθαίνω, έχει κουραστεί το σώμα μου, το μυαλό μου, δεν αντέχω άλλο πια τόση μιζέρια, τόση ανοησία, τόσες ανεκδιήγητες καταστάσεις και τοποθετήσεις, θα φύγω ρε, θα με χάσετε!
– Έλα ρε, ξέρεις πως ακούγεσαι;
– Πως ακούγομαι;
– Άσε δε σου λέω!
– Καλά, πάσο, κατάλαβα! Θα πιάσω τα βουνά, ο κάμπος είναι κουραστικός, έχει πολλή τοξίνη, μου δηλητηριάζει κάθε μέρα το μυαλό, τη σκέψη μου, δεν μ’ αφήνει να ηρεμήσω, να ησυχάσω, να σκεφτώ άλλα πράγματα, να ρουφήξω ζωή πανάθεμά μας, να μην πνίγομαι, θέλω να ξεχάσω όλη αυτήν την αρρώστια, δεν μπορώ σου λέω. Ενώ…, έχω βρει κιόλας που θα πάω, βρήκα το μέρος, εκεί που αγγίζει ο ουρανός τις πλαγιές, εκεί που σχίζουν τα πουλιά τον ουρανό, εκεί που δεν καταλαβαίνεις αν έχασες την ακοή σου, αν υπάρχουν σιωπές και ανάσες, εκεί που πλουτίζει η όραση μου από χρώματα, να ρουφάς τον αγέρα και να νιώθεις ότι πετάς ψηλά, χωρίς τίποτα να σε δηλητηριάζει!
– Κι εγώ; Κι εμείς;
– Κάντε τη δουλειά σας, κι όταν τελειώσετε μου σφυράτε!