Με επισημότητα τελέστηκαν οι εκδηλώσεις για την 81η ιστορική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940, για την πόλη της Κατερίνης.
Την Τετάρτη 27 Οκτωβρίου
Στις σχολικές μονάδες Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης όλου του νομού πραγματοποιήθηκαν ομιλίες για τη σημασία της ιστορικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το μεσημέρι προσκύνημα και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο της πλατείας Ελευθερίας από αντιπροσωπείες των σχολείων της Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης, προσκόπων, συλλόγων και σωματείων.
Σήμερα Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021 στον Καθεδρικό Ιερό Ναό της Θείας Αναλήψεως έγινε η επίσημη Δοξολογία χοροστατούντος του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ.κ. Γεώργιος με αντιπροσωπεία του Ιερατείου της πόλης.
Τον Πανηγυρικό εκφώνησε μέσα στον Ιερό Ναό ο Ιστορικός-Φιλόλογος κ. Θεόδωρος Χ. Ζαπουνίδης.
Στη συνέχεια έγινε κατάθεση στεφάνων, στο Μνημείο της πλατείας Ελευθερίας, από τον εκπρόσωπο της Κυβέρνησης, και της Βουλής των Ελλήνων βουλευτή Πιερίας Φώντα Μπαραλιάκο, την Αντιπεριφερειάρχη Πιερίας, τον Ανώτερο Διοικητή Φρουράς Π.Ε. Πιερίας και Διοικητή της XXIV Τ.Θ. Ταξιαρχίας, το Δήμαρχο Κατερίνης, τον Αστυνομικό Διευθυντή Πιερίας, το Διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Π.Ε. Πιερίας, το Λιμενάρχη Σκάλας Κατερίνης, τον Πρόεδρο της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας, τον Πρόεδρο της Ένωσης Στρατιωτικών ΠΕ Πιερίας, τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών, τον Πρόεδρο της Ένωσης Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου Ν. Πιερίας και από εκπροσώπους κομμάτων.
Ο Θ. Ζαπουνίδης για το ιστορικό της ημέρας είπε:
Η σύγχρονη Ελλάδα τιμά για άλλη μία φορά την 28η Οκτωβρίου 1940, την ημέρα εκείνη που ο Ελληνικός στρατός απώθησε τη φασιστική εισβολή στη χώρα μας. Αυτές οι 24 ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 διήρκεσαν τελικά για τους Έλληνες τέσσερα ολόκληρα χρόνια και τελείωσαν στις 12 Οκτωβρίου 1944, όταν οι ναζί εισβολείς αποχώρησαν από την Αθήνα. Η αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1945 από την Κρήτη. Ο Ελληνικός λαός βρέθηκε να πολεμά στο Μέτωπο δύο εχθρούς τους πρώτους έξη μήνες. Και από τις 27 Απριλίου 1941 έζησε σκλαβωμένος νικητής.
Όσο περνούν τα χρόνια τόσο δυσκολότερη γίνεται η ανακάλεση της εποχής και των γεγονότων, καθώς η σκόνη του χρόνου τα έχει σκεπάσει. Κι εδώ είναι η δική μας ευθύνη. Να μην αφήσουμε τίποτα να ξεχαστεί. Να μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές το μήνυμα του «ΟΧΙ» και να αντισταθούμε σε μία εποχή ρευστή, σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν να αποκόψουν τον ελληνισμό από το ένδοξο παρελθόν του.
Την τραγικότητα εκείνης της ημέρας μπορούμε να τη διαβάσουμε και στα απομνημονεύματα του ιταλού πρέσβη στην Αθήνα Γκράτσι: «Αναμένοντας να φθάσει η καθορισμένη στιγμή της αναχωρήσεώς μας για την Κηφισιά, τα λεπτά στο διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι της 3ης πρωινής περνούσαν αργά σαν ώρες, ώρες που, αναμφίβολα, υπήρξαν οι πιο οδυνηρές της ζωής μου».
Και συνεχίζει: «Μόλις καθίσαμε (ο Μεταξάς και ο Γκράτσι), του είπα ότι η Κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Έχουμε πόλεμο, λοιπόν».
Μετά από ένα σύντομο διάλογο ο Μεταξάς απάντησε στον Γκράτσι: «Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Η κυβέρνησή σας ήξερε κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλ’ ότι είμεθα αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε». Και συνεχίζει ο Γκράτσι: «Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του.
Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους Βασιλείς του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
Τον μάταιο πόλεμο της Αλβανίας δεν τον προκαλέσαμε, δεν τον επιζητήσαμε. Μας επιβλήθηκε. Προκαλεί σκέψεις και θαυμασμό η ανδρεία των στρατιωτών μας, που μπήκαν βαθιά σε μία χώρα άγρια, κάτω από δύσκολες και απάνθρωπες συνθήκες. Πολέμησαν νικηφόρα έξη μήνες και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Γράφει ένας συγγραφέας της εποχής: «Τα βουνά της Αλβανίας είναι μία κατάρα του Θεού. Θα ‘λεγε κανείς ότι, αφού κοσκίνησε ο Θεός τα υλικά της γης για να τα μοιράσει, πέταξε τα αποκοσκινίδια όλα εκεί πάνω και τα ‘κανε σωρούς. Κι ο ήλιος ακόμη, όταν φαίνεται, δεν φέγγει ούτε λάμπει. Απλώς φωτίζει τη μαυρίλα και τη σκοτεινιά». Είναι η όψη της χειμωνιάτικης Αλβανίας, η όψη των ημερών του πολέμου.
Είχαν περάσει τρεις ημέρες από την κήρυξη του πολέμου και ο Κωστής Παλαμάς διαλάλησε στα νιάτα που ανέβαιναν στο μέτωπο:
«Αυτόν τον λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα,
μεθύσετε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
Η εαρινή επίθεση του φασισμού άρχισε στις 9 Μαρτίου και τελείωσε στις 24. Έως τις 21 την παρακολουθούσε ο Μουσολίνι. Ο σκοπός των Ιταλών ήταν τα Ιωάννινα αλλά έπρεπε να περάσουν μέσα από τις γραμμές μας. Το κύριο εμπόδιο, το ύψωμα 731, δέχτηκε είκοσι επιθέσεις από έναν εχθρό που πολέμησε γενναία και απελπισμένα. Όλες κατέληξαν στον όλεθρό του. Δώδεκα χιλιάδες άντρες οι απώλειές τους, πέντε χιλιάδες τριακόσιες εικοσιμία οι δικές μας. Η Νέμεση έδωσε τέλος στην ύβρη του. Ο Παλαμάς γράφει:
«Κι αν είναι, και στον πόλεμο μέσα, η Ζωή θυσία,
ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία».
Για αυτήν την αθανασία πολέμησε ο Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας στα βουνά, τα χιόνια, τη λάσπη και τον θάνατο: «Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινά και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω από τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ‘ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου».
Υπήρξε και μία άλλη όψη του πολέμου, εκείνη που ζούσαν οι αστράτευτοι πολίτες στα μετόπισθεν, στις πόλεις, στα χωριά. Οι φίλοι, οι συγγενείς των πολεμιστών, γονείς, σύζυγοι, παιδιά, αδέρφια. Το ηθικό των αμάχων έπρεπε να είναι, όσο γινόταν δυνατό, ακμαίο. Είχαν κι αυτοί ένα μέτωπο, την αγωνία για τους δικούς τους, που βρίσκονταν στα βουνά, τους βομβαρδισμούς, την καθημερινή επιβίωση χωρίς προστάτες. Και σκεφτείτε και εκείνους που έπαιρναν ξαφνικά, σ’ ένα φάκελο, την αναγγελία του θανάτου του δικού τους ανθρώπου.
Η λογοκρισία της εποχής δεν άφηνε να φτάνουν έως τον πολύ κόσμο ειδήσεις για τις κακουχίες των φαντάρων. Οι εφημερίδες τα παρουσίαζαν όλα σύμφωνα με το δίκαιο και τη θέληση του Θεού που μας παραστεκόταν. Τη στήριξη του ηθικού των πολιτών ανέλαβε η Κυβέρνηση με τη βοήθεια των λογίων και των καλλιτεχνών. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, όλοι επιστρατεύτηκαν στη μάχη κατά του φασισμού, με πρώτο όπλο τη γελοιοποίησή του και την αποθέωση των φαντάρων μας.
Πολλοί στις πόλεις εργάζονταν στη θέση εκείνων που βρίσκονταν στα βουνά του πολέμου. Πρώτες οι γυναίκες, μανάδες, σύζυγοι, αδερφές, γίνονταν νοσοκόμες, δούλευαν εθελοντικά σε υπηρεσίες, έπλεκαν μάλλινα για τους φαντάρους. Οι Ηπειρώτισσες ανέλαβαν πολεμικά καθήκοντα, μεταφορά πυρομαχικών και τροφίμων πάνω στα βουνά. Οι νίκες μας πανηγυρίζονταν με πολύχρωμες εικόνες που στόλιζαν κάθε σπίτι, κάθε γραφείο. Ερσέκα, Κορυτσά, η νίκη των νικών, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα. Και ακολούθησαν το Αργυρόκαστρο, η Κλεισούρα.
Αλλά ο Θεός αλλιώς θέλησε, καθώς ένα δεύτερο μαχαίρι, αυτό των ναζί, καρφώθηκε στο σώμα της Ελλάδας. Νικητές, εμείς δεχτήκαμε, χωρίς εξήγηση, επίθεση από το δίδυμο δύσμορφο αδέρφι του φασισμού. Η μαχαιριά άνοιξε θανάσιμες πληγές στη Μακεδονία και τη Θράκη. Πέντε και τέταρτο το πρωί, πριν μας κηρύξουν τον πόλεμο, χτυπήθηκε το Μπέλες. Το πολυβολείο Π9 κράτησε ως τις επτάμισυ το βράδυ. Ο γερμανός διοικητής που έκανε την επίθεση συνεχάρη τον αρχηγό του και κατόπιν έβαλε και τον τουφέκισαν ως ανταπόδοση για όσους στρατιώτες είχε χάσει. Ακολούθησαν τα οχυρά Ιστίμπεη, Περιθώρι, Κελκαγιά. Αλλά η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας έφερε τους ναζί σε τρεις ημέρες στη Θεσσαλονίκη ενώ το Ρούπελ και άλλα κάστρα μας έμεναν απόρθητα. Έπαψαν να πολεμούν στο τέλος και αυτά αλλά δεν ηττήθηκαν.
Στις 20 Απριλίου ο στρατηγός διοικητής των τμημάτων των Στρατιών Ηπείρου και Μακεδονίας υπογράφει από μόνος του συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Την επομένη υπογράφει και με τους νικημένους Ιταλούς, πράξη μοναδική στην Ιστορία. Και οι πολεμιστές επάνω στο μέτωπο, που είχαν περάσει με τη λόγχη χιόνια και βούρκο, που είχαν κυριέψει κορφές και κλεισούρες, σκάβοντας τάφους και μπήγοντας σταυρούς, σημάδια του νικηφόρου διάβα τους, τ’ αφήνουν όλα, παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού, ακολουθώντας την πεθαμένη νίκη τους.
Και ο Άγγελος Τερζάκης γράφει: «Εκεί στην οροθετική γραμμή σαν έφτασαν, έγιναν πράγματα απίστευτα. Άντρες άξεστοι, που ίσαμε χτες δεν είχανε γνοιαστεί για τίποτα, σωριάζουνταν χάμου, έβαζαν τις χούφτες τους στο χώμα, έσκυβαν κι ανασπάζονταν τη γη. Άλλοι όρθιοι, αμίλητοι, κοίταζαν κατά πίσω με μάτι ποθεινό, τα κορφοβούνια που είχαν παρατήσει, εκεί που τους πήγε φτερουγίζοντας τ’ όνειρο μιας αυγής. Τον είχανε πλάσει με το νου τους αλλιώς τούτο τον γυρισμό: σε γραμμές πυκνές, με το βήμα, λόγχες ν’ αστράφτουν, σάλπιγγες να κελαϊδάνε, άλογα να χλιμιντρίζουν, καμπάνες να σημαίνουν, μαντήλια να τους καλωσορίζουν.
Και να φυσάει παντού ο άνεμος της νίκης, ο ήλιος να λάμπει μέσα σε καταγάλανο, ειρηνικό ουρανό. Αυτό θα ήταν δικαιοσύνη. Αυτό θα ήταν νίκη του Θεού. Αυτό θ’ αναπλήρωνε για την αδικία, θα γιάτρευε όλες τις πληγές. Και οι νεκροί θ’ αναστέναζαν τότε ξαλαφρωμένοι κάτω από το χώμα τους, κι όσοι μαυροφορέθηκαν στην πατρίδα, όσοι απόμεναν με αδειανή αγκαλιά, όσοι δε θα ‘βλεπαν τον πολεμιστή τους να γυρίζει πίσω, θα ήξεραν πως αυτοί που έρχονται αντί για εκείνον, είναι οι εκδικητές».
Σε εικοσιμία μέρες οι ναζί βρέθηκαν στην Αθήνα. Στις 27 Απριλίου, μετά την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γιουγκοσλαβία, άρχισε και για εμάς η μεγάλη νύχτα. Και όλα τελείωσαν με τη μεγάλη πολυματωμένη και πολυθρήνητη μάχη της Κρήτης, το τελευταίο οχυρό μας.
Όλα άλλαξαν από την πρώτη άνοιξη της δουλείας. Η ζωή μεταβλήθηκε σε εφιάλτη. Πρώτη και πρώιμη σε όλη την Ευρώπη αναλαμπή της 30ης προς την 31η Μαΐου του 1941. Οι δύο νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, γαντζωμένοι στα βράχια της Ακρόπολης φτάνουν έως επάνω. Κατεβάζουν τη ναζιστική σημαία που βεβήλωνε τον Παρθενώνα και την ίδια την Ελλάδα.
Η Ελένη Περράκη-Θεοχάρη γράφει: «Ο χειμώνας του ΄41, κι ολόκληρη η χαροκαμένη εκείνη χρονιά θα μείνει σαν ο τρομερότερος σταθμός μέσα στην ιστορία και στο αιωνόβιο μαρτυρολόγιο του ελληνικού λαού. Δεν πρέπει να τον ξεχάσουμε. Πολιτείες έγιναν αγνώριστες, κι αυτή η Αθήνα, το φως της υφηλίου, είδε στους δρόμους της να κατεβαίνουν τα νεκροταφεία. Έτυχε μέρα, μέρα μεσημέρι, που για να πας από την πλατεία της Ομόνοιας στο Σύνταγμα, στο κέντρο της πρωτεύουσας, έπρεπε να σταματάς κάθε λίγο, για να μη σκοντάψεις πάνω στους πεθαμένους της πείνας. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί περνούσαν στητοί, οδοστρωτήρες της κτηνωδίας. Ο άνθρωπος είχε πεθάνει μέσα στους».
Ούτε η πείνα, ούτε η τρομοκρατία όμως λύγισαν το φρόνημα των Ελλήνων. Μέσα στο σκοτάδι οι Έλληνες κρατούσαν άγρυπνα τα μάτια της ψυχής τους. Δεν ξεχνούσαν ότι ήταν νικητές. Υπόφεραν, πεινούσαν, πάγωναν από τον χειμώνα. Δεκάδες χιλιάδες άφησαν την ψυχή τους στο πεζοδρόμιο, θύματα θηριωδίας και μίσους. Αλλά πρόσμεναν.
Κύριο χαρακτηριστικό των κατακτητών ήταν η ευχαρίστηση που τους προκαλούσε ο φόνος, ο θάνατος των Ελλήνων, όχι των πολεμιστών, που δεν τους δάμασαν, αλλά των αθώων ομήρων, των χωρικών, των γυναικών, των παιδιών. Η αντίληψή τους για τον πόλεμο και τους νόμους του, ήταν η κατάκτηση της γης για πλουτισμό και η εξόντωση κάθε ψυχής. Πυρπόληση των σπιτιών μαζί με τους ανθρώπους τους.
Επαληθεύονταν τα λόγια ενός μεγάλου συγγραφέα της εποχής: «Η ευρωπαϊκή ήπειρος είχε ήδη φτάσει στο σημείο όπου μπορούσες να πεις σε κάποιον, χωρίς ίχνος ειρωνείας, ότι θα έπρεπε να νιώθει ευτυχισμένος, που ντουφεκίζεται αντί να στραγγαλιστεί, να αποκεφαλιστεί ή να δαρθεί μέχρι θανάτου». Οι σφαγές αρχίζουν στην Κάνδανο της Κρήτης. Ακολουθούν η Δράμα και το Δοξάτο, η Αθήνα με τις εκτελέσεις στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και στο Χαϊδάρι, το Κομμένο της Άρτας, η Βιάννο της Κρήτης, τα πολυθρήνητα Καλάβρυτα και το Δίστομο. Το φρόνημα όμως των αγωνιστών στις πόλεις και στα βουνά μένει αγέρωχο και ο αγώνας κατά των κατακτητών δε σταματάει.
Πέρασαν 1444 ημέρες κατοχής. Έμεινε η τελευταία, της λευτεριάς. Μέρα ηλιόλουστη και θριαμβική.
Η 28η Οκτωβρίου διήρκεσε 1445 ημέρες. Είναι όλος ο πόλεμος, η πείνα, η αντίσταση, τα μπλόκα, το ξεκλήρισμα, ο θάνατος και η ανάσταση. Η 28η Οκτωβρίου 1940 συμπυκνώνει σε μία ιστορική στιγμή τις μνήμες, τα βιώματα και τις αξίες που καθοδήγησαν πάντοτε τον εθνικό μας βίο. Συμβολίζει την άρνηση, την αντίσταση στην τυραννία, την κατάφαση στην ελευθερία και την εθνική αξιοπρέπεια. Ο πολλαπλός αυτός συμβολισμός καθιστά την 28η Οκτωβρίου διαχρονικά επίκαιρη και παιδευτικά αναγκαία στις νεότερες γενιές που –ευτυχώς– άφησαν οριστικά πίσω τους τα τραύματα της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του μετεμφυλιακού διχασμού. Τις γενιές του σήμερα και του αύριο, που καλούνται να διδαχθούν από τις εμπειρίες των προηγουμένων, όχι για να μάθουν να μισούν, αλλά για να αρνηθούν το μίσος που έσπειρε τον όλεθρο στην Ευρώπη πριν από οκτώ δεκαετίες.
Το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου, Κυρίες και Κύριοι, είναι ξεκάθαρο: ο τόπος είναι μεγάλος στη δημιουργία όταν ο λαός μας είναι μονιασμένος. Όταν διχάζεται, αυτός ο τόπος γίνεται μικρός και πολλαπλά ευάλωτος.
Αυτό το μήνυμα το έχουμε σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί γύρω μας, τα πάντα αλλάζουν. Γιατί η Ευρώπη που μέχρι χθες ήταν ένα απέραντο πεδίο μαχών ανάμεσα σε αυτοκρατορίες, ιδεολογίες και κάθε είδους φανατισμό, προσπαθεί να γίνει μία οντότητα, βασισμένη στις αξίες που ταυτίζονται με την ύπαρξή της: τη δημοκρατία, την ελευθερία του πνεύματος και του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανεκτικότητα στην πολιτισμική διαφορά. Τα διδάγματα της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ας αποτελούν πάντοτε οδηγό μας στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε άλλους πολιτισμούς και νοοτροπίες: η βία ποτέ δεν αποκαθιστά αδικίες, ποτέ δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο.
Η ελευθερία του ανθρώπου βρίσκεται στην ειρήνη, τη δημοκρατία, τη συμφιλίωση και τη συναδέλφωση των λαών. Τιμώντας την 28η Οκτωβρίου 1940, ας ενώσουμε τις προσπάθειές μας και ας εντείνουμε τον αγώνα μας να επικρατήσει παντού στον κόσμο η ελευθερία. Με αυτές τις σκέψεις, με συναισθήματα υπερηφάνειας για το χθες και αισιοδοξίας για το σήμερα και το αύριο, ας γιορτάσουμε και φέτος, σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες λόγω της πανδημίας, την 28η Οκτωβρίου και ας ανανεώσουμε την υπόσχεσή μας να παραμείνουμε όρθιοι στις επάλξεις του αγώνα για την ελευθερία και την πρόοδο. Ας αποτελέσει η 28η Οκτωβρίου 1940 το αιώνιο έμβλημα αδιάσπαστης ενότητας και σύμπνοιας και αιώνια πηγή των υψηλότερων και ευγενέστερων υπέρ της ανθρωπότητας εμπνεύσεων.
Ας εκπληρώσουμε, λοιπόν, για άλλη μία φορά το χρέος μας σε όλους αυτούς τους ήρωες.