Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου
Κεφάλαιο 3ο
Όταν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, μόλις τελείωσε το ημιγυμνάσιο, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στους συγγενείς της μάννας του, στους γενναίους Λαζαίους, με τη δική του ολοπρόθυμη συγκατάθεση. Το ζήτησε ο πρωτο-Λάζος, ο θείος του, ο μεγάλος αδελφός της μητέρας του, και τα τέσσερα πρωτοξαδέλφια του, που ήταν ήδη καπεταναίοι κι είχαν διακριθεί για την αντρειά τους. Ο Γεωργάκης ήταν αίμα τους κι αν ζούσε μαζί τους ήταν σα να φοιτούσε σε ανωτάτη στρατιωτική σχολή. Ο πύργος των Λαζαίων ήταν ένα ζεστό σπιτικό, όπου κυβερνούσε η αγάπη, η ευγένεια, που πρωτοεκπορευόταν από τον έξαρχο Λάζο και διέκρινε και τα παιδιά του. Σ΄ εκείνο το αυστηρό σπίτι, το λιτό, κυριαρχούσε η φιλεργία, η φιλονομία, η ευσέβεια, το φιλότιμο, η ανδρειοσύνη, η φιλοπατρία, η μεγαλοψυχία. Μα πάνω από όλα αυτό το φιλόξενο σπιτικό που κατοικούνταν από περήφανους χαρακτήρες, με αρειμάνιο ήθος και αδούλωτο φρόνημα, ήταν μια τέλεια πολεμική σχολή.
Ένα μόλις χρόνο ζούσε στο αρματολίκι της Μηλιάς ο Γεωργάκης και εκπαιδευόταν στην παλληκαροσύνη, όταν το 1787 ξέσπασε ο β΄ ρωσοτουρκικός πόλεμος, που κράτησε ως το 1792. Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που επισφράγισε τον α΄ ρωσοτουρκικό πόλεμο, ένα πνεύμα ανταρσίας κρατούσε ανάστατους τους Χριστιανούς εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς η κρατική μηχανή υπολειτουργεί , κάποιοι Τούρκοι και μπέηδες ισχυροποιούνται και μόνο σκιωδώς εξαρτώνται από την Υψηλή Πύλη, οπότε καταπιέζουν αφόρητα τους ραγιάδες, χωρίς έλεγχο και επιπλέον οι υπόδουλοι έχουν να αντιμετωπίσουν και τους Αλβανούς μισθοφόρους, που έχουν εκτραπεί σε λεηλασίες, εμπρησμούς και φόνους.
Ένας από τους Αλβανούς, που έγινε κράτος εν κράτει χάρη στην ευφυΐα, τη σκληρότητα και τη φιλοδοξία του, είναι και ο Αλή, Μπέης του Τεπελενίου, ο οποίος γρήγορα έγινε μουτεσερίφης των Ιωαννίνων, κινούμενος αποσχιστικά προς την Πύλη με το όνειρο να ιδρύσει μέγα αλβανικό κράτος. Είναι ένα κατεξοχήν εγκιβωτισμένο εγώ, ένας θωρακισμένος εαυτός, όπου δεν χωρούν οι άλλοι παρά μόνον ως όργανα για την επίτευξη του σκοπού του. Με την ευελιξία, την υποκρισία και τις μηχανορραφίες του πότε συνεργάζεται με τους Έλληνες κλεφταρματολούς και πότε απηνώς τους καταδιώκει ώσπου καταφέρνει ν’ απλώσει τη δικαιοδοσία και την κυριαρχία του τόσο πολύ, ώστε ν’ ανησυχήσει ακόμη και το Σουλτάνο. Την επέκταση του Αλή πασά των Ιωαννίνων στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους προσπαθούν να εμποδίσουν οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου και ολόκληρης της Θεσσαλομακεδονίας.
Ήδη οι πράκτορες της Αικατερίνης προσπαθούσαν να υποκινήσουν εξεγέρσεις και πάλι στον ελληνικό χώρο αναφέροντας και τους χρησμούς και τις προρρήσεις ότι ¨Κωνσταντίνος ίδρυσε την Κωνσταντινούπολιν, Κωνσταντίνος απώλεσεν αυτήν, Κωνσταντίνος θ’ ανακτήση αυτήν, γνωστοποιώντας ότι η Αικατερίνη είχε βαπτίσει τον δεύτερο εγγονό της Κωνσταντίνο και τον προόριζε βασιλέα της γραικικής ηγεμονίας της Ελλάδος, στης οποίας την ανασύσταση θα βοηθούσε κι εκείνη. Αυτοί οι ελπιδοφόροι χρησμοί και η ελπίδα που δημιουργούσαν, παρόλο που είχε κλονιστεί σοβαρά η πίστη των Ελλήνων στους Ρώσους, καθώς πολλές φορές τους είχαν εγκαταλείψει στο μένος των Τούρκων, αλλά και οι επιτεινόμενες δεινοπαθήσεις από την ανάλγητη συμπεριφορά των Οθωμανών, προσανατόλιζαν τους υπόδουλους προς τους Ρώσους και ξεσηκώθηκαν και πάλι να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον πόλεμό τους με την Τουρκία και ν’ αποτινάξουν τον επαχθή ζυγό τους.
Ο Αλή πασάς προσπάθησε με δόλιο τρόπο να κινήσει τον έναν αρματολό εναντίον του άλλου, να τους διασπάσει, να τους αποδυναμώσει και να τους νικήσει. Κολάκευε και προσποιούνταν φιλία στον ένα κλεφταρματολό, ώσπου να εξοντώσει τον άλλον κι ύστερα απερίσπαστος στρεφόταν στον πρώτο.
Σ’ όλες τις μάχες, που διεξάγονται με τους δερβεναγάδες του Αλή και το αλβανικό ασκέρι τους, συμμετείχε και ο δεκαπεντάχρονος Γεωργάκης, όπου φανερώνονται οι εκλεκτές ποιότητες της προσωπικότητάς του, η απαράμιλλη γενναιότητά του, ο μετριοπαθής και λιγόλογος χαρακτήρας του, η εντιμότητα και το ηθικό μεγαλείο του, ο ανώτερος ψυχικός του κόσμος, που κάνουν το θείο του Τόλιο Λάζο περήφανο και τον εκλέγει πρωτοπαλλήκαρό του. Έδινε μια προσταγή ο έξαρχος Λάζος και ο Γεωργάκης, πριν ακόμη εκείνος ολοκληρώσει την κουβέντα του, ήξερε τι ήθελε. Τον κοίταζε μ’ εκείνα τα μεγάλα, πιστά μάτια, όπου χόρευαν σπίθες εξυπνάδας, κι ο καπετάνιος ήταν βέβαιος ότι το σχέδιό του θα εκτελούνταν με τρόπο άριστο. Το αγαπούσε αυτό το παιδί, σπλάχνο της μικρής του αδελφής, που τόσο πρόωρα είχε φύγει από τη ζωή, του τη θύμιζε κιόλας× εκείνη ποτέ δεν ζητούσε τίποτε για τον εαυτό της, ήταν ένα ένσαρκο χρέος, τόσο έξυπνη, οξυδερκής και συνάμα ταπεινή και αφοσιωμένη.
Ο μικρός Γεωργάκης -ήξερε ο θείος του- θα γινόταν μέγας, ήταν από την ευγενή ύλη των εξαιρετικών ανθρώπων. Σπάνια ο θείος του τον επαινούσε κι ούτε τον χρειαζόταν το παιδί τον έπαινο. Είχε έντονες διαισθήσεις με τους ανθρώπους. Ήξερε πότε έπραξε σωστά, το εισέπραττε εξωλογικά με μια ματιά που έρριχνε στο ευγενικό πρόσωπο του θείου του, από τον οποίο εκπορευόταν τόσο μεγάλη αγάπη και θαυμασμός σιωπηλός για ’κείνον. Και το παιδί τα αισθάνονταν αυτά ως τα μύχια της ψυχής του. Τόσο μικρός κι έγινε πρωτοπαλλήκαρο και δεν τον ντρόπιασε τον Τόλιο Λάζο ούτε μία φορά.
Και με τα ξαδέλφια του -και αυτά σημαιοφόροι της ελευθερίας ήταν άνδρες πια, ψημένοι στον πόλεμο- είχε αγάπη και άριστη συνεννόηση. Ο Γεωγάκης κρατούσε τη θέση του, στεκόταν καλά, όπως τον ορμήνευε από μικρό η γιαγιά Αγνή. Δεν πλήγωνε το φιλότιμο των άλλων με προβολή του εγώ, με απαιτήσεις και φιλοδοξίες. Σεμνός, λιγομίλητος και άκρως αποτελεσματικός σε ό,τι αναλάμβανε. Είχε ασκηθεί επί ένα χρόνο στους Λαζαίους, αλλά και νωρίτερα σαν παιχνίδι με τον πατέρα του στα πλατώματα του Ολύμπου να ρίχνει το λιθάρι, να σημαδεύει καίρια το στόχο του με το καρυοφίλι, να παίζει με το γιαταγάνι του κάνοντας κύκλους πάνω από το κεφάλι του, ώσπου έγινε το σπαθί προέκταση του χεριού του. Ήταν σβέλτος, λεπτός κι ωραίος έφηβος, με γρήγορη αντίληψη και μια αφοβία στο μάτι, γιατί ήταν αποφασισμένος να πεθάνει για την πατρίδα και τη λευτεριά της.
Από το 1789 ως το 1792 οι Σουλιώτες ξεσηκωμένοι από την προπαγάνδα των Ρώσων πρακτόρων της Αικατερίνης κρατούν σε αναβρασμό όλη την Ήπειρο και τον Αλή πασά, ο οποίος κατά την προσφιλή του μέθοδο της υποκρισίας και δολιότητας διασπείρει τη διχόνοια μεταξύ των αρματολών, συγκεντρώνει στρατό ανάμεσα σ’ εκείνους που τον εμπιστεύονται και σκορπίζει παντού την απόγνωση, τη φρίκη και τον τρόμο. Αυτή την περίοδο δρα και ο φιλόπατρις Έλληνας ταγματάρχης του ρωσικού στρατού Λάμπρος Κατσώνης, επικεφαλής μοίρας στόλου, προκαλώντας πονοκέφαλο στους Τούρκους ναυάρχους. Προβλήματα τους δημιουργούν και στη θάλασσα, όπως και στη στεριά, οι αδελφοί Λαζαίοι, ο Γιάννης, ο Λιόλιος, ο Δήμος και ο Κώστας, παιδιά του έξαρχου Λάζου, μαζί με τον θρυλικό για την ευτολμία του Νικοτσάρα, τον κλεφτοπειρατή Γκέκα, αρματολό της Κατερίνης, τους άλλους γενναίους αρματολούς της Θεσσαλομακεδονίας, που δεν προσκυνούν τους Αρβανίτες του Αλή πασά, και όλοι μαζί οργώνουν το Θερμαϊκό κόλπο, όπου συχνά καταφεύγει κι ο Κατσώνης, αποφασισμένοι να διεκδικήσουν με τις δικές τους δυνάμεις την απόκτηση της ελευθερίας τους. Ο απόηχος των γεγονότων στην Ευρώπη, η Γαλλική Επανάσταση του 1789 με τα εμπρηστικά για τις φλεγόμενες καρδιές των καταπιεσμένων συνθήματα, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, όλα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στους σκλαβωμένους λαούς της Βαλκανικής.
Μαζί με τους Λαζαίους στα καράβια ως πειρατής, το ίδιο γενναίος και ακατάβλητος αγωνιστής στην πικροκυματούσα θάλασσα, όπως και στα χιονισμένα πλατώματα και στις χλοερές ραχούλες του αγέρωχου Ολύμπου, πολεμούσε και ο νεαρός, ανυπότακτος Γεωργάκης, που είχε ήδη συλλάβει την ανάγκη ενός παμβαλκανικού μετώπου, όπως κι ο Ρήγας. Ο Γεωργάκης, όπως και τα εξαδέλφια του οι Λαζαίοι, ο Νικοτσάρας, ο Γιάννης Σταθάς και άλλοι, έμαθαν να κουμαντάρουν τα πειρατικά τους καράβια με τη μαύρη σημαία, να κάνουν επιδρομές στα παράλια, να σαλτάρουν εύτολμοι πάνω σε απομονωμένα τουρκικά πλοία με τα γιαταγάνια και να δίνουν μάχες σώμα με σώμα, να νικούν, να τα αιχμαλωτίζουν κι ευέλικτοι να καταφεύγουν στη Σκιάθο ή στη Σκόπελο, όπου είχαν το ορμητήριό τους. Αλλά έρχεται η συνθήκη του Ιασίου με την οποία λήγει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και οι εξεγερμένοι Ρωμιοί εγκαταλείπονται και πάλι στις ορδές των εξαχρειωμένων Τουρκαλβανών, που διαγουμίζουν τα πάντα, καθώς οι Ρώσοι αποσύρονται.
Οι πεισματώδεις συγκρούσεις του Γεωργάκη, των Λαζαίων και των άλλων κλεφτοπειρατών γίνονται επικές από την Άνοιξη του 1795 ως τα τέλη του 1798, σε στεριά και θάλασσα με τους Τουρκαλβανούς του Αλή πασά. Στα στενά της Πέτρας, κοντά στο μοναστήρι, στα δυτικά Πιέρια- Όλυμπο, ήταν καλοκαίρι του 1798, το δάσος έσφυζε από ζωή, η φύση οργίαζε στην πάλλουσα ομορφιά της κι οι άνθρωποι πολεμούσαν με λύσσα σηκώνοντας φονικό όπλο ο ένας στον άλλον. Ο αιμοβόρος Αλβανός ληστής Γιουσούφ Αράπης με το ασκέρι του αντιμετωπίζει σε μια εξοντωτική μάχη το Γιάννη, πρωτότοκο γυιο του έξαρχου Λάζου, και το νεαρό εξάδελφό του, 26 χρονών πια, Γεωργάκη, μαζί με τα παλληκάρια τους. Ο Γεωργάκης μάχεται με τέτοια ανδρεία, με τόση τόλμη, με τόση ευφυΐα και ευελιξία, γίνεται τόσο φανερό το εύψυχον και εύτολμον του χαρακτήρα του, που θαυμάστηκε από όλους. Τον τραγούδησε η λαϊκή μούσα, έγινε θρύλος.
¨Γεωργάκη μ’ κάτσε φρόνιμα, μην κάνεις αντρειοσύνες.
Άιντε και σε φοβούνται τα χωριά, τρέμουν τα βιλαέτια.
Άιντε, πάνε και κλαι – Γεωργάκη μου, πάνε και κλαίνε στον πασιά,
πάνε και κλαίνε στον πασιά, κλαίνε και στο βεζύρη.
Άιντε ποιος τον φοβάται τον πασιά και ποιος τον χαμπαρίζει.
Άιντε πασιά έχει ο Γιώργος το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι¨.
Λίγο καιρό αργότερα οι εξεγερμένοι Λαζαίοι πάνω από την παλιά Βρύα, μαζί με άλλους Ολύμπιους καπεταναίους ενεπλάκησαν σε φονικότατη μάχη με τους Τουρκαλβανούς. Αντιλάλησαν οι λόγγοι κι οι ραχούλες από το ντουφεκίδι και το αίμα έρρεε ποταμηδόν. Σκιάχτηκαν και τα πουλιά και κρύφτηκαν. Άρπαξαν στο τέλος τα σπαθιά – πρώτος ο Γεωργάκης σαν άνεμος και σα θεριό – κι άρχισαν να κυνηγούν τους Τούρκους που πηλαλούσαν τον κατήφορο. Έγινε μακελειό, μια τρομερή, απερίγραπτη σφαγή. Νίκησαν οι Λαζαίοι αλλά αντί για χαρά είχαν θρήνο και οδυρμό, έχασαν άνθρωπό τους και τον έκλαιγαν. Πικρή, φαρμακωμένη νίκη. Μετά από τη μάχη αυτή οι Λαζαίοι δήλωσαν φιλία στον Αλή πασά και αποκαταστάθηκαν στα καπετανάτα τους. Ήταν πια φθινόπωρο του 1798, το καλοκαίρι ξεψυχούσε, η φύση ντυνόταν τα μεθυστικά της χρώματα, οι οξιές έπαιρναν φωτιά, η μάννα των Λαζαίων επανήλθε από την Κατερίνη, όπου παρέμενε όσο καιρό διαρκούσε ο αγώνας των παιδιών της και του ανεψιού της κατά του καταχθόνιου Αλή και των γυιων του Μουχτάρ και Βελή. Ξανάρχισαν να ζουν στον πύργο των Λαζαίων, η Σπαρτιάτισσα μάννα με το υψηλό ηθικό σθένος, που μεγάλωσε τέσσερεις άνδρες λεβέντες με απαράμιλλη αφοσίωση στην πατρίδα και τα παιδιά και εγγόνια της, ήσυχοι, ψηλά στο βουνό τους, ειρηνικοί.
Το Μάιο του 1798 επτά Έλληνες πατριώτες, με πρωτοστάτη τον Ρήγα Βελεστινλή παραδόθηκαν από τους Αυστριακούς στον πασά του Βελιγραδίου. Αφού επί σαράντα ημέρες βασανίσθηκαν οικτρά, στο τέλος τους στραγγάλισαν και πέταξαν τα πτώματά τους στο Δούναβη. Τα τελευταία λόγια του Ρήγα, πριν πεθάνει, ήταν: ¨Λύσσαξε, Τούρκε! δεν εξαλείφεις μ’ εμάς και τον σπόρο της ελευθερίας, οι εκδικηταί μας γλήγορα θ’ αναβλαστήσωσι¨! Τα λόγια του ήταν προφητικά. Ο σπόρος του Ρήγα βλάστησε όχι μόνο στην Ελλάδα και σ’ όλα τα Βαλκάνια κι απέδωσε καρπούς αλλά επηρέασε και όλη την Ευρώπη.
Ο ασυμβίβαστος Γεωργάκης, που εξέπεμπε στο ίδιο μήκος κύματος με το Ρήγα, αποφάσισε αντί ν’ αναπαυθεί σ’ ένα αρματολικό κόλι ως προσκυνημένος, να συνεχίσει τον αγώνα και να συμμαχήσει με τους επαναστάτες Κιρτζαλήδες, που είχαν στραφεί κατά της εξουσίας του Σουλτάνου. Ήταν κάπου 25.000 άνδρες, ένα σώμα ατάκτων Τούρκων αγωνιστών κατά της οθωμανικής διοίκησης. Ο Γεωργάκης με δικούς του άνδρες από τον Όλυμπο και τα Πιέρια, αρειμάνιους πολεμιστές, ενώθηκε μαζί τους για να εξακολουθήσει τον πόλεμο κατά του δυνάστη και να συμβάλει στην απελευθέρωση της πατρίδας από τον τουρκικό ζυγό. Κάλπαζαν πάνω στ’ άλογά τους, πότε εφορμώντας σαν αιφνίδια μπόρα σε μοίρες του τακτικού τουρκικού στρατού, που είχε βγει να τους καταδιώξει, πότε ανιχνεύοντας το έδαφος για να καλυφθούν και να επιτεθούν σε καλύτερη γι αυτούς περίσταση περιτρέχοντας τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία. Ως τον Οκτώβριο του 1803, που επέστρεψε στον Όλυμπο, γνώρισε και πολλούς Σέρβους αγωνιστές, συντρόφους του Καραγεώργη, που προετοιμάζονταν για την εξέγερσή τους κατά των Οθωμανών, είχε συγχρωτισθεί μαζί τους, θαύμαζε τη μαχητικότητα και την ευτολμία τους και πίστευε στο δίκαιο του αγώνα τους. Από πολύ νωρίς είχε συλλάβει την ιδέα ότι μια γενική εξέγερση όλων των υπόδουλων στα Βαλκάνια θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από ό,τι οι τοπικές μικροεξεγέρσεις και οι κλεφταρματολικοί ή κλεφτοπειρατικοί αγώνες περιορισμένου χαρακτήρα.
Όταν με τον καιρό το επαναστατικό ήθος των Κιρτζαλήδων μετατράπηκε σε ληστρικό, όταν το θάρρος και η αντρειοσύνη τους μετατράπηκε σε θράσος και αρπακτικότητα, ο Γεωργάκης και οι άνδρες του, απογοητευμένοι, τους εγκατέλειψαν και επέστρεψαν στα πάτρια. Λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του 1804, ο σουλτάνος Σελήμ Α΄ κατάφερε να τους διαλύσει.
Ο Γεωργάκης παρέμεινε στη Μηλιά αρκετούς μήνες μαζί με την οικογένειά του. Παρόλη την εκεχειρία με τον Αλή πασά οι Λαζαίοι κάθονται σ’ αναμμένα κάρβουνα γνωρίζοντας τον καταχθόνιο χαρακτήρα του τυράννου των Ιωαννίνων. Ο Αλής στέλνει και ξαναστέλνει πρεσβείες ζητώντας τους να εγκατασταθούν κοντά του ως αξιωματικοί του. Τους επαινεί για τη γενναιότητα και τη στρατιωτική τους κατάρτιση, προσπαθεί με κολακείες να τους προσεταιρισθεί, καθώς θεωρεί αναπόφευκτη μια σύγκρουση με το Σουλτάνο για να προωθήσει τα σχέδιά του για τη δημιουργία μεγάλου Αλβανικού κράτους στο χώρο της Ελλάδας. Η αναμενόμενη εξέγερση των Σέρβων ευνοεί τα σχέδιά του. Ο Σελήμ θα είναι απασχολημένος στη Σερβία, έτσι πιο εύκολα ο Αλής θα εδραιώσει την κυριαρχία του. Οι πιέσεις προς τους αρματολούς της Θεσσαλομακεδονίας γίνονται αφόρητες. Κι όταν εκείνοι αρνούνται να υποταχθούν και να τον προσκυνήσουν, εξαπολύει ορδές Τουρκαλβανών στον Όλυμπο και στα Πιέρια.
Τον Δεκέμβριο του 1803 ο μανιασμένος Αλής εξουδετερώνει επιτέλους τους Σουλιώτες, ενώ νωρίτερα είχε καταλάβει την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Κραταιούται συνεχώς και καταπατά κάθε εμπόδιο στο δρόμο του. Οι Ολύμπιοι κλεφταρματολοί, που δεν πειθάρχησαν στις προσταγές του και δεν έσπευσαν να συνταχθούν στο πλευρό του, πρέπει να αφανισθούν. Με επηρμένην την οφρύν ο τύραννος, με ψυχή ανήμερη, σχεδιάζει την εξόντωσή τους.
Αυτή τη δύσκολη για τους Ολύμπιους κλεφταρματολούς καπεταναίους περίοδο, την ανάστατη κι ανάκατη, φτάνει στον Όλυμπο, στα λημέρια τους ο Βέλκο Πέτροβιτς, άνθρωπος με θάρρος και τιμή, βοεβόδας του Καραγεώργη Σερβίας. Ζητά απεγνωσμένα βοήθεια από τους αδελφούς Έλληνες για την επανάσταση στην πατρίδα του. Ο Γεωργάκης τον φιλοξενεί βασιλικά, τον φέρνει σ’ επαφή με την αφρόκρεμα των οπλαρχηγών. Κουβεντιάζουν με τις ώρες κάτω από τον έναστρο ουρανό απολαμβάνοντας τη μαγεία της ανοιξιάτικης φύσης και κάνοντας ενθουσιώδη σχέδια για το μέλλον μ’ έναν παλμό που ταιριάζει στη νιότη τους και στον ευαίσθητο, ρομαντικό και μαχητικό χαρακτήρα τους. Συνταιριάζουν οι βασικές ορμές της ψυχής τους. Τους βρίσκει η αυγή και τους λούζει μ’ ένα εξωγήινο χρυσαφένιο φως. Αυτό, που εκπορευόταν και από τις αγνές και τίμιες καρδιές τους. Ο Βέλκο Πέτροβιτς αναγνωρίζει στο Γεωργάκη μια εκλεκτή ψυχή, η καρδιά του θρονιάζεται πάνω στο χνάρι της καρδιάς του Γεωργάκη. Πιο πολύ κι από τη διαβεβαίωση ότι θα τον βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις, ο Βέλκο ευγνωμονεί, γιατί συνάντησε αυτόν που είναι βέβαιος ότι θα γίνει ο καλύτερός του φίλος. Σφίγγουν τα χέρια δυνατά, αντρίκια και κοιτάζονται στα μάτια με άδολη ειλικρίνεια. ¨Τον κόσμο τον κινεί το πάθος¨ λέει ο Βέλκο στο Γεωργάκη, όταν τον πρωτογνωρίζει. ¨Ο χρόνος μας λεηλατεί. Ας προσφερθούμε, όσο είναι καιρός, σε κάτι υψηλό και μεγάλο, που μας υπερβαίνει¨. Αυτά ήταν τα λόγια, από την πρώτη συζήτηση, ένα λαμπερό, εαρινό απομεσήμερο, τη δεύτερη μέρα της άφιξης του Βέλκο, που έκαναν το Γεωργάκη να πιστέψει ότι βρήκε μιαν αδελφή ψυχή. Ανοίχθηκε κι εκείνος, ο τόσο λιγομίλητος κι εσωστρεφής. Σε μιαν άλλη κουβέντα τους, είπε στο Σέρβο σύντροφο: «Ζωή είναι να παραιτείσαι από τη ζωή σου για χάρη της ζωής των άλλων. Από μικρό παιδί είμαι έτοιμος να το κάνω για την πατρίδα. Για μένα η ελευθερία είναι ταυτόσημη με την αγάπη».
Αυτή η άνοιξη, επάνω στον απόκοσμο Όλυμπο, σα να ’χε πιο ερεθιστικές ευωδιές, έπνεε ένας μυρωμένος άνεμος, ο ήλιος, αστραφτερός, ακράγγιζε τα πανύψηλα δένδρα στις κορφές τους και παιχνίδιζε με τις φυλλωσιές σχηματίζοντας δαντελωτές σκιές στο χώμα, ατμόσφαιρα αδιάσπαστης ομορφιάς. Ο Βέλκο Πέτροβιτς, σε μια δύσκολη αποστολή από τον αρχηγό του, ρουφούσε την ομορφιά, τη χαρά να ζεις και ν΄ ανασαίνεις και να μοιράζεσαι τα ίδια όνειρα, τους ίδιους πόθους μ΄ έναν όμοιό σου, έναν ακόμη τρυφερόκαρδο άνδρα πίσω από την πανοπλία του σκληρού πολεμιστή. Και ο Γεωργάκης εκεί, στην αγνή, γενέθλια γη του, μες στην τόση ομορφιά, που δοξολογούσε το Θεό κι έψαλλε αλληλούια, προβάλλοντας την αξία της ζωής, ένιωσε γι’ ακόμη μια φορά ακατανίκητη την ανάγκη να την προσφέρει σ’ έναν αγώνα που μόνο έμμεσα άγγιζε την πατρίδα του. Οι πιο πολλοί καπεταναίοι ήταν αντίθετοι, είχαν τους δικούς τους αγώνες, περίμεναν ότι εκείνη η ύαινα ο Αλής θα τους χτυπούσε και πάλι, ήταν διστακτικοί. Χωρίς τύψεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις οι πολλοί αρνήθηκαν. Για το Γεωργάκη αυτή η Άνοιξη και όσα έζησε με το Βέλκο Πέτροβιτς πάνω στα βουνά αυτές τις μυστήριες ώρες που ξεδιπλωνόταν η ψυχή του κι έδειχναν ο ένας στον άλλον τις γρατσουνιές της, μα και τις βαθιές λαχτάρες και τους ασήκωτους πόθους της, αυτή η σημαδιακή Άνοιξη άλλαξε οριστικά τη ζωή του.
***
Ο ακατάβλητος αρμάτορας – Μέρος Β΄ | Συνεχίζεται… |