Άρθρο του Γιάννη Κορομήλη
Παντού και πάντοτε οι άνθρωποι θέλουν να ξέρουν, να μαθαίνουν. Είναι φαίνεται στη φύση τους. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο, μέγας, Αριστοτέλης με το : «Πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει». Δηλαδή είναι στη φύση μας – έτσι είμαστε καμωμένοι – να θέλουμε να γνωρίζουμε , να ξέρουμε. Τι; Παρά πολλά. Και προπαντός τα μελλούμενα.
Απόδειξη: Τόσο ο αριθμός, ο συνεχώς διογκούμενος, των «μελλοντολόγων» – καφετζούδες, αστρολόγοι, μέντιουμ, χαρτορίχτρες κ.λ.π. – Όσο για το τι, πάνω απ’ όλα, θέλουμε να ξέρουμε, εξαρτάται από τι απασχολεί πιο πολύ τον καθένα μας. Κι αυτό το τι συνήθως διαφέρει, κυρίως σε περιόδους ομαλότητας και ευημερίας. Σε κρίσιμες όμως περιόδους, όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία – εφτά χρόνια το «τι» γίνεται κοινό ζητούμενο.
Με τη φτώχεια, την ανεργία, την εξαθλίωση να μεγαλώνουν συνεχώς είναι πολύ φυσικό να θέλουμε όλοι μας σχεδόν, οι Έλληνες να ξέρουμε τι μας περιμένει ακόμα. Έχουν εξαντληθεί πιά η αντοχή και ανοχή μας και εκείνο που κυρίως μας βασανίζει είναι το πότε θα απαλλαγούμε από τον εφιάλτη που μας κατατρύχει.
Μέχρι πρόπερσι (τα τέλη του 2014), οπότε είχε φανεί κάποιο αμυδρό φως στον ορίζοντα, ελπίζαμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Αλ. Τσίπρας που μας υπόσχονταν επιστροφή στον «παράδεισο» που χάσαμε ή που φανταζόμασταν υπήρχε τουλάχιστον η ελπίδα πως αυτό που δεν είχαν καταφέρει – τουλάχιστον όπως θέλαμε εμείς- τα αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) θα το πετύχαινε ένα αριστερό , ριζοσπαστικό μάλιστα, κόμμα.
Και όταν αυτό προκάλεσε (απερίσκεπτα) πρόωρες εκλογές του δώσαμε την πρωτιά. Όχι την αυτοδυναμία. Του δώσαμε ως λαός ένα 36% που βέβαια πολύ απέχει, από την αυτοδυναμία και από την πραγματικότητα. ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε περίπου το 24% του εκλογικού σώματος.
Λόγω εκλογικού νόμου (μετρούν μόνο τα έγκυρα ψηφοδέλτια. Όχι τα λευκά, τα άκυρα, η τεράστια αποχή, συν το μπόνους των 50 εδρών) και με το «δεκανίκι» των ΑΝ.ΕΛ πήρε την εξουσία η Αριστερά.
Που έθαψε για πάντα την ελπίδα πως τάχα υπήρχε «ένας άλλος δρόμος» που μόνο η αριστερά ήξερε και θα μας έσωζε. Κι αφού σ’ ένα διάστημα άντε και επτά μηνών εξαφανίστηκε το αμυδρό φως που είχαμε δει για λίγο. Εξαφανίστηκαν και οι προεκλογικές υποσχέσεις του Τσίπρα και της παρέας του, το χρέος αντί να μειωθεί αυξήθηκε, οι φόροι επίσης. Τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν, τα λουκέτα πολλαπλασιάστηκαν, η δυστυχία το ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Αλ. Τσίπρας υπόγραψαν ένα τρίτο μνημόνιο χειρότερο από τα δύο προηγούμενα. Και πριν καλά καλά καταλάβει ο κοσμάκης τι του συμβαίνει έκανε δεύτερες εκλογές. Και ξανάκανε κυβέρνηση η Αριστερά με τη δεξιά δεξιά.
Στο μεταξύ ο λαός απελπίστηκε πλέον. Τα ψέματα (αυταπάτες τα ονόμασε ο κ. Τσίπρας) τα κατάλαβαν ακόμα και οι μη ασχολούμενοι με την πολιτική. Και, δημοσκοπικά τουλάχιστον, ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός κατέρρευσαν.
Έτσι ο τελευταίος αναγκάστηκε να κάνει ανασχηματισμό της κυβέρνησης του. Ήξερε βέβαια ότι εννιά στους 10 Έλληνες – σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από την κυβέρνηση. Ήξερε συνεπώς ότι η δυσαρμονία λαού και Βουλής είναι προφανής. Και αφού ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί πλέον (μετά το 1986 που αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα) να την απολύσει λογικά θα έπρεπε να παραιτηθεί όμως αντ’ αυτού προτίμησε να κάνει ανασχηματισμό.
Αν και ξέρει – ή τουλάχιστον πρέπει να ξέρει ότι κανένας ανασχηματισμός δεν μπορεί να σώσει μια κυβέρνηση φαίνεται πως έτσι, ελπίζει, να κερδίσει χρόνο. Κι η αλήθεια είναι ότι ορισμένες φορές γίνεται κι αυτό.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και τα πεπραγμένα του πρώτου επταμήνου του 2015, για τα οποία ενδεχομένως να υπάρχουν εκτός από πολιτικές και ποινικές ευθύνες υπουργών ( Βαρουφάκης π.χ. ή και άλλων).
Και αν διαλυθεί η Βουλή συντομότερα, θα επέλθει συντομότερα και η παραγραφή τυχόν αδικημάτων. Αλήθεια γιατί δεν κατάργησε η «ευαίσθητη Αριστερά κυβέρνηση» τον απαράδεκτο αυτό νόμο και δεν μερίμνησε για αναθεώρηση σχετικού άρθρου του Συντάγματος.
Μένει τέλος και το ζήτημα του αν οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με λίστα ή σταυρό προτίμησης. Για όλα αυτά στο αυριανό μας φύλλο.