Σφήνες του Αφεντούλη
Απαπά, εκ της επικαιρότητας κρίνοντας, αναγνώστες μου, μόνο αίσιος δεν ήταν ο φετινός χειμώνας που εκπνέει οσονούπω, Μάρτιος εδώ και λίγες μέρες γαρ.
Στον αγύριστο να πάει, λοιπόν, αφού λόγω των μεσοπρόθεσμων θυσιών που απαίτησαν επί των ημερών του και συνεχίζουν να απαιτούν οι εταίροι – δανειστές, λέτε και δεν θυσιαστήκαμε αρκούντως επί επταετία, μην πιάσουμε στο στόμα τους «βωμούς» αυτών μαζί με τις προς εκτόνωση της σύγχυσης «βωμολοχίες» – κύριε, κύριε, ο χαμηλοσυνταξιούχος, «όταν έρθει με το μέλι, λέγε το και μη σε μέλει», «Μήτσος» το «εκτόξευσε», καλό, ε! – ημών των αγρίως φορολογουμένων, το συρτάρι μας βρίθει εκκρεμοτήτων.
Εκκρεμότητες, πολλές εκκρεμότητες, όλες λίαν ενδιαφέρουσες, πενόμενοι χρεοφειλέτες μου, και το χειρότερο;
Ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, παρότι έκλεισε τα μάτια, πριν επιλέξει το σημερινό θέμα, ανέσυρε το του τίτλου, εισπράττοντας μία εισέτι «μπηχτή» του πάντα καχύποπτου «Μήτσου», ευλόγως διερωτώμενου: «Τυχαίο που φόρος, φόρος κι άλλος φόρος, κλήρωσε κονδυλοφόρος; Δεν νομίζω!», με αποτέλεσμα αντί άλλων αποδεικτικών στοιχείων της αμερόληπτης γραφής μας να ακολουθήσει:
«Πόθεν έσχες» Αφεντούλη να τελειώνει το τραγούδι.
Ναι, για! Βλέπετε, αν και ντιλεντάντηδες της πένας, υπενθυμίζουμε, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε εαυτούς, όταν κατά την προ ημερών συζήτηση του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τη διαπλοκή στην Ολομέλεια αυτής δεν έλειψαν οι αναφορές στα οικονομικά κάποιων δημοσιογράφων;
Όχι τα προσβλητικά σχόλια των «Παραπολιτικών» για τον πρόεδρο των «ΑΝ.ΕΛΛ.» και υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πάνο Καμμένο, αναγνώστες μου, ο εκδότης των οποίων, Γιάννης Κουρτάκης, δεχόμενος τον πέλεκυ της Θέμιδας για συκοφαντική δυσφήμιση, αν δεν απατόμαστε, προφανώς και εξαιρείται του τίτλου, αφού η στήλη καταδικάζει μετά βδελυγμίας παρόμοια δημοσιεύματα, ως γνωστόν.
Τα άλλα, που παρώθησαν τον μαρτυριάρη να τη δει στοχαστής, διαμηνύων: «Φίλος μεν Αφεντούλης, φίλτατο δε το “πόθεν έσχες”», τρομάρα του(!), αναγκάζοντας μας να απαντήσουμε στη μεμφόμενη την ελευθερία της πένας μας καχυποψία, με τη δημοσιοποίηση του κάτωθι α λα Μποστ «περιουσιολογίου»:
Δεν περισσεύει, δεν περισσεύει…
Εντός, με ειλικρίνεια, γράφω στη δήλωσή μου,
να λάβει γνώση η Βουλή για την κατάσταση μου,
δε διαθέτω κότερο, στερούμαι λιμουζίνας,
μοναδικό εισόδημα; Μια σύνταξη της πείνας.
Η μάνα που μ’ ανέθρεψε με του πουλιού το γάλα,
θα θλίβετε εξ ουρανού που γράφω τα μεγάλα,
όταν εγγόνια και παιδιά χλώμιασαν να νηστεύουν
και στέλνουν βιογραφικά για να μεταναστεύουν.
Έτσι χλωμοί που είμαστε, η μία θυγατέρα
είπε να ανακάμψουμε, διώχνοντας τον πατέρα.
Διότι, με τον άνεργο που σύζυγός της ήτο
δεν άντεξε ν’ αναφωνεί: «ζήτω, η φτώχεια, ζήτω!»
και βρήκε εταίρο Γερμανό, μετά Αμερικάνο,
που χώρισε για Βρετανό, τζέντλεμαν υπεράνω.
Όμως, στα κάτω βρέθηκε, μια μέρα, μάνι-μάνι,
το «Brexit» τον χαντάκωσε κι η κόρη στο σεργιάνι.
Η στοργικότητα αυτής είναι το κάτι άλλο,
τους συγγενείς κατανοεί και φέρνει έναν Γάλλο,
ως Παριζιάνος, μπον-βιβέρ, γλεντζέδες να ταΐσει,
αλλά σαν έτρωγε καλά, ανέμιζε την κρίση.
Τον ανεμίσαμε κι εμείς να φύγει απ’ το τραπέζι,
τι Σόιμπλε μας φάνηκε που δυστυχείς εμπαίζει.
Όθεν τα κέρδη μου μηδέν, μηδέν τα μετρητά μου,
και θα τα «ψάλλω» σκωπτικά, ιδού το έγκλημά μου,
Μετά τιμής,
πειναλέων τιμητής,
μη μέλος ΕΣΗΕΑ
-Ω-