Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
Και τρέμει το ταλαίπωρο φτωχό μας πορτοφόλι.
Δώρα απ΄ εδώ, φόροι απ΄εκεί, γιορτές, ετοιμασίες:
μα ανακάμψουμε μας λένε, με τυμπανοκρουσίες.
Βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
γράφει μάς επροδώσανε, μάς κόψαν το ποδάρι.
Μάς κούφαναν, μάς τύφλωσαν, θολώσαν το μυαλό μάς,
και δεν αναγνωρίζουμε ποιο είναι το καλό μας.
Βασίλη, απόθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
Κλαίμε, θρηνούμε γοερά, μα δεν καταλαβαίνεις!
Σου λέμε πως πνιγόμαστε, μα εσύ αλλού αρμενίζεις,
Φεύγεις προς την Ανατολή και μάς καταβυθίζεις!
Μήπως ζητάς να ξαναπάς στην παλαιά πατρίδα,
να βρεις γαλάζια θάλασσα και γαλανή πατρίδα;
Άη Βασίλη που έρχεσαι από την Καισαρεία,
στην πόλη σου έχει κεραυνούς, βόμβες, ΄ματοχυσία.
Το εν υψίστοις δεν ηχεί από αγγέλων στόμα
κι άνθρωποι εχάθηκαν στο ματωμένο χώμα.
Παιδάκια δεν θα ψάλουνε πως ο Χριστός γεννάται.
Η φάτνη και το σπήλαιο στην γη βαθιά κοιμάται.
Οι μάγοι απ΄την Ανατολή αλλάξανε τον δρόμο
και το αστέρι το λαμπρό μας φέρνει μόνο τρόμο.
Τα δώρα τους τα ακριβά εγίναν άσπρη σκόνη,
για να κοιμόμαστε γλυκά και να περνούν οι πόνοι.
Μόνο του αη Βασιλειού χαρίζουμε ένα δώρο
και τον υπόλοιπο καιρό ρημάζουμε τον χώρο.
Και αφού χαλάσαμε την Γη, φτάσαμε στον αιθέρα
΄μα με τέτοια καμώματα δεν θα ΄βρούμε άσπρη μέρα.
Θα χτίζουμε και θα χαλούν με βόμβες μεγατόνων,
τα χρέη μας θα φτάνουνε ως τον ουράνιο θρόνον.
Γι΄αυτό, ας αγαπήσουμε, ας δώσουμε τα χέρια,
για να πετούν ελεύθερα Ειρήνης περιστέρια.
Άη Βασίλη μας καλέ, αγάπη δός μας μόνο
και πάρε από τις ψυχές του πόλεμου τον πόνο.
Εις έτη πολλά και του χρόνου!
Κοντίδου-Χαρητοπούλου Σωτηρία
Φιλόλογος-συγγραφέας