Σύμφωνα με το προπατορικό αμάρτημα, στον κήπο της Εδέμ η Εύα αμάρτησε όταν έκλεψε και έφαγε το μήλο. Στην Βίβλο, πάντως, δεν γράφει τι είδος φρούτο ακριβώς ήταν ο απαγορευμένος καρπός, γι’ αυτό εγώ προσωπικά πιστεύω ότι δεν ήταν μήλο, αλλά μάλλον κορόμηλο. Τα κορόμηλα πολλοί τα λένε και τζιρνίκια, ή τζάνερα, ή ερίκια.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Την έννοια της αμαρτίας και της κλεψιάς θυμάμαι ότι την συνειδητοποίησα για πρώτη φορά όταν ήμουν μικρό παιδί, τέτοια εποχή που βγαίνουν τα κορόμηλα και τα μούρα. Ήταν τότε που η παρέα μας άρχιζε να ανεβαίνει στα δέντρα ή να κλέβει από ξένους κήπους.
Η κλοπή σχεδιαζόταν στρατηγικά, εντοπιζόταν οι κορομηλιές εντοπιζόταν η πρόσβαση τους, εξεταζόταν το γεγονός αν υπήρχε σκύλος λυτός ή δεμένος, αν ο τοίχος του κήπου που θα σκαρφαλώναμε ήταν ψηλός κλπ.
Επίσης προτιμούσαμε κορομηλιές με μεγάλα γλυκόξινα κορόμηλα Τα ώριμα δεν μας άρεσαν, αλλά προτιμούσαμε τα πρώτα, τα ξινά πράσινα ή έστω τα ξινόγλυκα! Εκείνη την εποχή είχε πολλές κορομηλιές διάσπαρτες σε όλες τις γειτονιές.
Θα μπορούσαμε βέβαια από τους ιδιοκτήτες των δέντρων να ζητήσουμε να μάς δώσουν μερικά, αλλά αυτά δεν μάς άρεσαν τόσο, όσο τα κλεμμένα!
Η εποχή κλοπής των κορόμηλων συνέπιπτε με τις απολυτήριες εξετάσεων του Γυμνασίου. Κάποια αγόρια από μεγαλύτερες τάξεις πήγαιναν κάτω από σπίτια όπου έμεναν κοπέλες, οι οποίες διάβαζαν για τις εξετάσεις αλλά ήταν πρόθυμες για ενδιαφέροντα διαλείμματα, και οι οποίες κατέβαζαν με σχοινάκι ένα καλαθάκι να μπουν τα κορόμηλα. Δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση να κατεβούν τις ξύλινες σκάλες που έτριζαν και έκαναν θόρυβο, να ανοίξουν πόρτα βραδιάτικα, να σηκωθεί ο νοικοκύρης ή ο γονιός από το θόρυβο. Ήταν έγκλημα καθοσιώσεως να βγουν από την πόρτα νύχτα οι κοπέλες!
Πάντα βέβαια βρισκόταν λύσεις για το φλερτ που αλάτιζε τις μέρες και μείωνε το άγχος των εξετάσεων. Ο πανίσχυρος θεός Έρωτας ήταν στα καλύτερά του, έβρισκε πάντα δρόμους ακόμα και μέσα από τις κορομηλιές. Ένα από τα παιδιά μια φορά διάλεξε τα πιο μεγάλα και εντυπωσιακά και πριν τα προσφέρει σε μια κοπέλα, σε ένα από αυτά έκανε μια χαρακιά κα έβαλε ένα μικρό χαρτάκι που έγραφε, ΣΑΓΑΠΩ.
Στη γειτονική μας αυλή υπήρχε μια κορομηλιά που έδινε τα καλύτερα κορόμηλα, όπως και μια μουριά με μεγάλα μαυροκόκκινα μούρα όλο μέλι, αλλά δυστυχώς υπήρχε και σκύλος που βέβαια δεν μπορούσε να πηδήξει τον πανύψηλο φράχτη, αλλά γαύγιζε έξαλλος, δίνοντας το σήμα ότι κάποιος παράνομος εισβολέας παραβίαζε τον χώρο!
Οι κλοπές γίνονταν – όπως ήταν φυσικό – με το που έπεφτε το σκοτάδι ή και αργά τη νύχτα για να μην αναγνωριζόμασταν εύκολα, εκτός εάν συνέβαινε κάτι απρόοπτο, όπως μια φορά που ανέβηκα στο δέντρο, έσπασε το κλαδί και προσγειώθηκα κάτω με γδαρσίματα στο πόδι και στραμπούληγμα.
Είχαμε κι εμείς στον κήπο μας μια κορομηλιά, αλλά δεν μάς άρεζαν τόσο, όσο του γείτονα. Επίσης, δεν μάς άρεζαν τα ώριμα κιτρινοκόκκινα, αλλά τα ξινά τα πράσινα. Αυτά τα πράσινα είχαν ένα πλεονέκτημα, ότι δεν πρόδιδαν την κλεψιά μας, γιατί όταν τα βάζαμε στις τσέπες δεν τις λέρωναν με χυμούς και ζουμιά. Αντίθετα, τα ώριμα, όπως και τα μούρα, ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες της παρανομίας και της αμαρτίας μας.
Από τα ώριμα η γιαγιά μου έφτιαχνε γλυκό κουταλιού και κατόπιν το έκρυβε σε δυσπρόσιτο μέρος, ενώ μού απαγόρευε αυστηρά να φάω εάν το ανακάλυπτα. Εννοείται ότι πάντοτε το ανακάλυπτα, κι ότι ήμουν πάντα τιμωρημένος.
Σήμερα σπάνια θα βρει κανείς κάποια κορομηλιά ή μουριά. Και να θέλεις να κλέψεις, δεν μπορείς! Εξάλλου, υπάρχει τέτοια αφθονία φρούτων στα οπωροπωλεία και στα σουπερμάρκετ, που δεν κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον.
Άλλη γεύση έχουν τα ξινόγλυκα, τα κλεμμένα, τα αμαρτωλά..!.