Του Γιάννη Κορομήλη
Πριν αρκετά χρόνια ο μακαρίτης Κώστας Βάρναλης, γνωστός ποιητής και συγγραφέας, μπήκε μια μέρα σ’ ένα ταξί στην Αθήνα, όπου ζούσε. Βλέποντάς από τον καθρέφτη του οδηγού ο ταξιτζής τον λέει: «Εσάς κάπου σας ξέρω, αλλά δεν θυμάμαι..» Και μετά από λίγο ρωτάει: «Μήπως είστε ο Βάρναλης, ο ποιητής;»
Κι εκείνος του απαντάει: «Ναι, εγώ είμαι.» , Κι είστε όπως λέγεται, κομμουνιστής; Ξαναρωτάει ο ταξιτζής. Κι ο Βάρναλης: «Τωωώρα». Ήταν σα νάλεγε: «Μια ζωή». Φυσικά έλεγε την αλήθεια.
Κάτι που δεν το κρυψε ποτέ. Προκύπτει εξάλλου σαφώς από το σύνολο του πλούσιου έργου του στο οποίο, ενδεικτικά αναφέρουμε συμπεριλαμβάνονται: «Το φως που καίει», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (σ.σ. απολαυστικό), και πολλά άλλα.
Μεταξύ των πολλών ποιημάτων του και το: «Οι Μοιραίοι ποιυ παραμένει (και θα παραμένει) πάντα επίκαιρο μιας και μιλάει για τη ζωή των απλών ανθρώπων και τα βάσανά τους.
Όπως εξάλλου το είπε κι ο Ιησούς: «Εν τω κόσμο θλίψιν έξεστε, αλλά θαρσείτε…». Δηλ. στον κόσμο αυτό θα έχετε βάσανα και στεναχώριες, αλλά μη χάνετε το κουράγιο σας.
Στο ποίημα αυτό, που έγινε ευρύτερα γνωστό μετά την μελοποίηση του από το μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, ο ποιητής μιλάει για την καθημερινή ζωή κάποιων ανθρώπων που κάποιο βράδυ πίνανε παρέα σε μια υπόγεια ταβέρνα «Εψές σαν όλα τα βραδάκια/ να πάνε κάτω τα φαρμάκια», Κι αποφαίνεται: «..ώ, πόσο βάσανο μεγάλο/ το βάσανα είναι της ζωής». Εκφράζει προφανώς τα συναισθήματα και τις γνώμες βασανισμένων ανθρώπων που τα πίνουν και λεν τον πόνο τους. Για τον παράλυτο πατέρα «του ενού» για την «κοντόημερη» γυναίκα «τα’ άλλου», που λιώνει από χτικιό» για τον αδικοχαμένο γιό ή την κόρη άλλων της παρέας.
Αν ζούσε σήμερα θα πρόσθετε σίγουρα και τα μύρια όσα κακά της οικονομικής εξαθλίωσης της ανέχειας, της ανεξέλεγκτης και υπέρμετρης ανεργίας, για τα συσσίτια, την αναζήτηση στους σκουπιδοκάδους και τόσα άλλα.
Κι η παρέα των «Μοιραίων» ψάχνει να βρει τι φταίει και συμβαίνουν όλα αυτά τα θλιβερά κι απάνθρωπα. Ο ένας λέει – «Φταίει το ζαβό το ριζικό μας». Η στραβή, παράξενη μοίρα μας.
Ο άλλος: – «Φταίει ο Θεός που μας μισεί!». Ο τρίτος: – «Φταίει το κεφάλι το κακό μας». Κι ο επόμενο: «Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!»
Για να καταλήξουν, όλοι μαζί πιθανώς: «Ποιος φταίει; Ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το’ βρε και δεν το’ πε ακόμα.» Για έναν συνειδητό κομμουνιστή τα εποχής του Βάρναλη οι παραπάνω απόψεις της παρέας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, λαθεμένες και ανιστόρητες. Ποια μοίρα και ποιος Θεός, αυτά δεν υπάρχουν είναι σαν να λέει στη συνέχεια ο κ. Βάρναλης. Κι είναι λάθος μέγα το να πιστεύει κανείς πως κανένας δεν βρήκε ή δεν είπε ποιος φταίει για τα όσα υποφέρουμε. Για έναν Βάρναλη, για έναν κομμουνιστή γενικότερα όλα αυτά είναι παραμύθια. Δείτε και τα θαυμαστικά που βάζει. Το ποιος φταίει το βρήκε το τόπε ο Κάρολος Μαρξ, ο Φ. Ένγκελς κι άλλοι κορυφαίοι του κομμουνισμού.
Γι αυτό και το τελευταίο εξάστιχο ( όπως και ο τίτλος) είναι πλήρης. Αν το καταδικαστικό (για την παρέα): «.. Έτσι στην σκοτεινή ταβέρνα/πίνουμε πάντα μας σκυφτοί/σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα/ όπου μας εύρει μας πατεί/ Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα,/ προσμένουμε ίσως, κάποιο θάμα!» (κι εδώ θαυμαστικό).
Για τα όσα μας ταλανίζουν λέτε να φταίμε εμείς ο δειλός, οι μοιραίος, ο άβουλος λαός που περιμένει κάποιο θαύμα;
Συνεχίζεται