Τα μούρα είναι ένα από τα πρώτα φρούτα του καλοκαιριού, πολύ γνωστά στους μεγαλύτερους στην ηλικία, τότε που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες, αλλά κήποι, αυλές, αλάνες, μπαχτσέδες και δέντρα.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Τότε που υπήρχαν ακόμα μουριές και κληματαριές όπως λέει και το παλιό νοσταλγικό τραγουδάκι,
«Λες και ήταν χτες, λες και ήταν χτες,
που φιλάκια μου ‘δινες στα χείλη τα βελούδινα
κι άκουγε η μουριά κι η κληματαριά
τις κουβέντες τις γλυκές, λες και ήταν χτες…».
Τα μούρα τα αναφέρει και ο Βασίλης Τσιτσάνης στο ομώνυμο λαϊκό τραγούδι που λέει: «Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα είσαι μια γλυκιά μουρμούρα».
Τα μούρα δύσκολα θα το βρούμε στα μανάβικα ή τη λαϊκή αγορά, γιατί δεν υπάρχουν πλέον πολλά δέντρα μουριές και το μάζεμα των μούρων είναι πολύ δύσκολο. Γίνεται ένα-ένα όπως και τα κεράσια, ενώ ο χυμός τους εύκολα αφήνει λεκέδες στα χέρια και τα ρούχα.
Η μουριά είναι ένα πανέμορφο πανύψηλο δένδρο με έντονα μεγάλα πράσινα φύλλα και πάνω από 300 ποικιλίες παγκοσμίως. Το χρώμα των μούρων κυμαίνεται από μαύρο σε κόκκινο, άσπρο και μοβ. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα μαύρα με καταγωγή από την Κασπία θάλασσα που ήρθαν στην Ελλάδα εδώ και αιώνες, γνωστά από τον ιστορικό Θεόφραστο ως συκάμινα και από τον Διοσκουρίδη ως μορέα. Τα κόκκινα είναι γηγενή των ΗΠΑ και τα λευκά κατάγονται από την Κίνα. Στην Ελλάδα η λευκή μουριά έφτασε κατά τη διάρκεια του Βυζαντίου μαζί με τα αυγά του μεταξοσκώληκα από την Κίνα. Παλιά από μούρα έκαναν και το περίφημο πετιμέζι.
Εκτός όμως από τα μούρα των δέντρων υπάρχουν και τα μούρα των βάτων, δηλαδή τα βατόμουρα. Πολλοί τα λένε και βάτινα ή βάτσουνα.




























