Oι μέρες του Σεπτέμβρη κύλησαν γρήγορα. Ήλθε ο Οκτώβρης κι οι γονείς του Νάθαν αποσύρθηκαν στη γλαροφωλιά τους, στα γκρέμνια, απ’ όπου παρακολουθούσαν διακριτικά τις κινήσεις του ανεξάρτητου γιου τους. Ο Νάθαν επισκεπτόταν κάθε μέρα τον καπετάν Νικολή. Έμπειρος ψαράς καθώς ήταν, με λύπη διαπίστωνε πως, μέρα με τη μέρα, τα κοπάδια των ψαριών ολοένα και λιγόστευαν. Η απογοήτευση σκάλισε βαθιές γραμμές στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο, σκοτείνιασε το άλλοτε χαρούμενο βλέμμα του.
Εκείνα τα μεσάνυχτα, όπως συνήθιζε, πήρε το καΐκι του και βγήκε στ’ ανοιχτά. Έριξε τα δίχτυα κι έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. Το μισοφέγγαρο του ’κλεισε το μάτι. Ο Νικολής τού χαμογέλασε κι επέστρεψε στο σπιτικό του. Τα χαράματα κατέβηκε στο λιμάνι με βήματα βαριά. Τα όνειρα που είδε δεν ήταν ευχάριστα. Σήκωσε τη ματιά του και αντίκρισε τον Νάθαν να κάθεται στην πλώρη.
-Ήρθες, Νάθαν; Βλέπω τώρα ξυπνάς πολύ πρωί, πρώτος απ’ όλους! Είπε, δήθεν πρόσχαρα, ο καπετάν Νικολής, προσπαθώντας να κρύψει τη βαρυθυμιά του.
Ο Νάθαν σφύριξε και με ένα σάλτο ο καπετάν Νικολής βρέθηκε στην ψαρόβαρκα. Έβαλαν μπρος για τ’ ανοιχτά, χωρίς διάθεση για λόγια. Ο Νάθαν κοιτούσε περήφανα εμπρός σαν πραγματικός καπετάνιος. Ένας καπετάνιος χωρίς τιμόνι που οδηγούσε το καΐκι μόνο με το άνοιγμα των φτερούγων του!
Μετά από λίγο, έφθασαν στον προορισμό τους. Ο καπετάν Νικολής, με γρήγορες και ικανές κινήσεις, ανέβαζε δίχτυα αδειανά. «Τάχα μου ’κλεισε το μάτι το φεγγάρι…» συλλογίστηκε και συνέχισε να τραβάει τ’ άγονα δίχτυα. Το πρόσωπο του συννέφιασε.
Ο Νάθαν κατάλαβε. Σφύριξε συνθηματικά, σαν να του έλεγε πως «εδώ είμαι εγώ, θα σε στηρίξω». Ο καπετάν Νικολής δεν παρηγορήθηκε. Λύγισε. Έγειρε απεγνωσμένος στην άκρη της βάρκας. Δεν βαστούσε να γυρίσει στο λιμάνι με πανέρια αδειανά. Τα φρύδια του έσμιξαν, τα μάτια θόλωσαν, τα δάκρυα κατέβηκαν ορμητικά. Έσπασαν το φράγμα, που ως άντρας είχε χτίσει, ξεχείλισαν στα μάγουλα κι έπεσαν στη θάλασσα, στέλνοντας το πικρό αίσθημα απόγνωσης στη θαλασσομάνα, μήπως τον λυπηθεί και κάνει ένα θαύμα.
Γύρισε και κοίταξε τον Νάθαν. Άπλωσε αυθόρμητα το χέρι του, σαν να ’θελε να τον χαϊδέψει, όπως έκανε σπάνια στον Ανδρέα, όταν εκδήλωνε την αγάπη του. Ο Νάθαν έσκυψε και δέχθηκε το ανθρώπινο χάδι. Ήταν η πρώτη φορά που ο καπετάν Νικολής χάιδευε έναν γλάρο. Ήταν η πρώτη φορά που ο Νάθαν ένιωθε στα πούπουλά του το ανθρώπινο άγγιγμα. Παράξενη, πρωτόγνωρη αίσθηση και για τους δυο. Ένιωσαν τη θέρμη της καρδιάς τους, την αμοιβαία αγάπη.
Κι όπως έστεκαν ο ένας πλάι στον άλλο, κοίταξαν μακριά στον ορίζοντα και τα μάτια τους ξαφνικά έλαμψαν. Ένα κοπάδι δελφίνια κατευθυνόταν προς τη βάρκα. Βουτιές, η μια μετά την άλλη, σβούρες και σάλτα στον αέρα. Τα φρύδια ξέσμιξαν, οι ρυτίδες απαλύνθηκαν, τα δάκρυα λιγόστεψαν, έγιναν ρυάκι που κύλησε ήρεμα.
-Μόνο για τα δελφίνια θα ’κλαιγα αν πιάνονταν στα δίχτυά μου, για δαύτα και για τις φώκιες, είπε ο καπετάν Νικολής και συνέχιζε να τα χαζεύει. Τα δελφίνια μού φέρνουν ελπίδα, ηρεμία και χαρά, συμφωνείς, Νάθαν;
Ο Νάθαν συμφώνησε. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά δεν υπάρχει πλάσμα στη γη που να μην αγαπάει τα δελφίνια. Νομίζω πως τούτα τα πλάσματα δεν πρέπει να ’χουν εχθρούς, δεν υπάρχει κάποιος που θα ’θελε να τα κάνει κακό» σκέφτηκε. Δεν ζήλεψε την αγάπη του καπετάν Νικολή για τα μακρινά του αδέλφια, όπως αποκαλούσε ο Νικολής τα δελφίνια. Τουναντίον, ένιωσε υπερήφανος για τα συναισθήματα του φίλου του, για την γνήσια αγάπη που είχε φυλαγμένη για όλα τα πλάσματα της γης. «Και τα ψάρια τ’ αγαπάει ο Νικολής, κι ας τα ψαρεύει με τα δίχτυα, κι ας μην κλαίει για αυτά. Τ’ αγαπάει γιατί είναι κι αυτά πλάσματα της φύσης, όπως κι ο ίδιος» επαναλάμβανε μέσα του ο Νάθαν.
-Εσένα όμως σ’ αγαπάω ξεχωριστά, γιατί εσύ, Νάθαν, είσαι η ελευθερία κι η αγάπη μαζί, είπε ο καπετάν Νικολής κι ο Νάθαν σφύριξε δυνατά, για να του δείξει πως καταλάβαινε όλα όσα του έλεγε.
Κυρίως όμως έκρωξε για να δηλώσει, με τον τρόπο του, πόσο βαθιά κι ο ίδιος τον αγαπούσε και πόσο χαιρόταν που τον έβλεπε χαρούμενο ξανά. Τα δελφίνια με τις βουτιές και τα κόλπα τους αποχαιρέτησαν άνθρωπο και γλάρο, και κατευθύνθηκαν προς τα νότια.
-Πιθανόν συνόδευσαν κάποιο βαπόρι προς τη Θεσσαλονίκη και τώρα γυρίζουν στ’ ανοιχτά, εκεί όπου δεν τους ενοχλούν οι μικροί ψαράδες, παρά μόνο οι πειρατές της θάλασσας, είπε ο καπετάν Νικολής και το βλέμμα του ακολούθησε το κοπάδι, σαν να ’θελε κι αυτό να φύγει μαζί τους, μακριά από την καθημερινότητα και τα προβλήματά της.
Ο Νάθαν έκρωξε κι αυτός, μόνο που το δικό του κρώξιμο είχε χροιά έντονη κι απειλητική. Το βλέμμα του εντόπισε ένα μεγάλο καΐκι, λίγο πιο βόρεια από το σημείο όπου κολυμπούσαν τα δελφίνια. Του ’χε μιλήσει ο καπετάν Νικολής για τα γρι-γρι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άφησε το ένστικτο να τον οδηγήσει.
Με μία ώθηση, πέταξε κρώζοντας, με δύναμη και θέληση να τους απομακρύνει από την παράκτια ζώνη, τη θάλασσα των μικρών ψαράδων, τη θάλασσα του καπετάν Νικολή, τη θάλασσα των ασημόγλαρων.
-Τρέχα, τρέχα στους πειρατές, Νάθαν, και μη φοβάσαι κανέναν, φώναζε ο καπετάν Νικολής κι η φωνή του έσβησε με τον αέρα, πριν προλάβει να φτάσει στ’ αυτιά του Νάθαν.
Κι όπως ο Νάθαν τους προσέγγισε, είδε θεόρατα δίχτυα ν’ αλιεύουν κοπάδια ψαριών, μικρά και μεγάλα, και να τα πετάνε στο εσωτερικό του σύγχρονου, αλιευτικού σκάφους. Με καθοδική πορεία κατευθύνθηκε προς τις σαρδέλες που σπαρταρούσαν, ανήμπορες να σώσουν τους εαυτούς τους. Τσιμπώντας τες μία-μία, δυο-δυο, άρχισε να τις πετάει στη θάλασσα, σαν τον από μηχανής Θεό που ήλθε να δώσει ελπίδα ζωής στα, φοβισμένα μπροστά στο θάνατο, ψάρια. Οι εργάτες του γρι-γρι, άφωνοι, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Πρώτη φορά έβλεπαν έναν γλάρο να πετάει ψάρια στη θάλασσα, αντί να τα τρώει. Προσπάθησαν να τον σταματήσουν, όμως ο Νάθαν ήταν πολύ επιθετικός. Τσιμπούσε τα χέρια τους, το κεφάλι τους και ταυτόχρονα βουτούσε στο εσωτερικό του σκάφους συνεχίζοντας το σωτήριο έργο του.
-Ρίξτε τα ψάρια στη θάλασσα, δεν μπορούμε να το ανεχτούμε, διέταξε ο καπετάνιος του σκάφους, ένας γεροδεμένος άνδρας με πλούσια γενειάδα. Πάμε στ’ ανοιχτά για μεγαλύτερα κοπάδια, δεν υπάρχει λόγος να πολεμάμε για ένα δίχτυ σαρδέλες.
Τα ψάρια αφέθηκαν ελεύθερα να κολυμπήσουν και ν’ ανασάνουν μέσα στο νερό. Ο γλάρος Νάθαν επέστρεψε στον καπετάν Νικολή και τον οδήγησε στο κοπάδι που σχηματίστηκε ξανά και όπου τα ψάρια, ζαλισμένα καθώς ήταν, δυσκολεύονταν να βρουν τον προσανατολισμό τους.
Ο καπετάν Νικολής έριξε τα δίχτυα του και σε λίγη ώρα, μαρτυρικά και πάλι, έπεσαν θύματα των ανθρώπινων διχτυών. «Έτσι γίνεται στη φύση» σκέφτηκε ο Νάθαν. Πριν λίγο ήταν ο σωτήρας τους και τώρα μεταμορ-φώθηκε σε εχθρό τους. «Μόνο για τον καπετάν Νικολή θα το έκανα» κατέληξε, για να διώξει τις τύψεις που τον κατέτρωγαν. Ο καπετάν Νικολής θέλησε να τον ανταμείψει. Μία σαρδέλα δεν θα ήταν αρκετή για την πράξη που έκανε.
-Σε χρήζω καπετάνιο της ‘Ελένης’, εσένα, πολεμιστή των πειρατών! είπε με θαυμασμό.
Η τιμή που έκανε ο καπετάν Νικολής στον Νάθαν ήταν η μέγιστη. Τόσα χρόνια, κυβερνήτης της ψαρόβαρκάς του, δεν άφηνε κανέναν να την οδηγεί στ’ ανοιχτά της θάλασσας. Και τώρα, ο Νάθαν, ένας γλάρος, είχε την τιμή να την οδηγεί σε μέρη όπου οι σαρδέλες, οι αθερίνες και οι γαύροι έπαιζαν με τους κυματισμούς. «Πολεμιστή των πειρατών! Τούτοι είναι λοιπόν οι πειρατές που κάνουν άνισο πόλεμο με ό,τι κολυμπάει» σκέφτηκε ο Νάθαν. Πέταξε γύρω γύρω από την ψαρόβαρκα κι έβαλε πλώρη για το λιμάνι.
-Νάθαν, είμαστε σύμμαχοι κι ας είμαστε διαφορετικοί. Μαζί μπορούμε να παλέψουμε για την ισορροπία που πρέπει πάλι να ’ρθει στη θάλασσα, στη φύση, είπε ο καπετάν Νικολής και δάκρυσε.
Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα, βάζανε αξημέρωτα πλώρη για τ’ ανοιχτά. Τσιμπολογούσαν το πρωινό τους στη βάρκα, λίγο ψωμί με ελιές ο Νικολής, φρέσκα σπαρταριστά ψάρια από το ‘πιάτο’ της θάλασσας ο Νάθαν. Έκρωζαν και σφύριζαν, απολάμβαναν στιγμές ελευθερίας, έχοντας ξεπεράσει στερεότυπα και καθωσπρεπισμούς, ενοχές και συστολές, έχοντας υπερβεί τη ‘φύση’ τους. Ζούσαν κι οι δύο στη διαχωριστική γραμμή, εκεί όπου ο άνθρωπος προσεγγίζει τη φύση και η φύση τον άνθρωπο και δεν τολμά κανείς να κάνει ένα βήμα στο απέναντι στρατόπεδο, γιατί απλά μέχρι εκεί του το επιτρέπει η φύση του, γιατί «έτσι συμβαίνει στη φύση». Ίσως αυτή να ήταν η απάντηση στα αμέτρητα ‘γιατί’, αλλά την άφησαν να αιωρείται, όπως ο γλάρος που γλιστρά στα ρεύματα του αγέρα και δεν κουνά τις φτερούγες του κι όπως ο ψαράς που αφήνεται στα ρεύματα της θάλασσας και δεν τραβά κουπί.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ