Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Που είσαι ρε μεγάλε; Σε χάσαμε! Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε! Πολύ ακριβοθώρητος μας έγινες!
– Ήθελα να δω ποιος θα με αναζητήσει! Σε ποιον έλειψα! Θα χτυπούσε κανένα τηλέφωνο για να δείξει ενδιαφέρον;
– Δημοψήφισμα ήθελες να κάνεις;
– Ναι, ρε!
– Και το αποτέλεσμα αυτού; Έβγαλες κανένα συμπέρασμα;
– Ο άνθρωπος είναι ένα μυστηριώδες ον!
– Το θες να πεις;
– Φαίνεται δεν έλειψα σε κανένα!
– Άντε, ρε! Δεν συμφωνώ!
– Με χαιρετούσαν στο δρόμο, ρωτούσαν πως είμαι και κατέληγαν στο “σε διαβάζω… κάθε μέρα.. ωραία τα γράφεις”!
– Είδες; Κάτι ξέρει ο κόσμος!
– Ναι, ρε, αλλά πως με διάβαζε ενώ εγώ δεν έγραφα!
– Είδες ότι η απουσία σου έγινε αισθητή; Δεν έγραφες και όμως ήταν σαν να έγραφες!
– Δηλαδή όλα αέρας! Μεταξύ μας κοροϊδευόμαστε τώρα;
– Όχι, ρε, αλλά είναι πολύ σημαντικό να απουσιάζεις και εν τούτοις είναι σα να μην απουσιάζεις!
– Έτσι το βλέπεις εσύ;
– Εμ, πώς να το δω;
– Απουσιάζει αυτός; Ούτε γάτα ούτε ζημιά!
– Έλα μωρέ είσαι υπερβολικός! Πολλοί με ρωτούσαν εμένα, γιατί ήξεραν ότι ήμασταν κολλητοί, τι έγινε και εξαφανίστηκες ο φίλος σου;
– Ναι, ρε;
– Αμ πως!
– Και;
– Τι και;
– Τι τους απαντούσες εσύ;
– Πολλά και διάφορα! Αφού κι εγώ δεν ήξερα γιατί αυτή η απουσία! Και ούτε καν σε τηλεφώνησα, διότι ήξερα ότι θα έβρισκα τον μπελά μου! Που θα πάει, έλεγα! Θα εμφανιστεί κάποια στιγμή. Δεν μπορεί να τον κατάπιε η γη! Σε κατάπιε; Δεν σε κατάπιε! Είδες; Μέσα έπεσα! Πιστεύω ότι από δω και πέρα θα σε έχουμε κοντά μας! Μας έλειψες ρε! Μου έλειψες ρε!
– Τι έγινε; Θα μας βάλεις τα κλάματα τώρα;
– Είπαμε, αλλά όχι κι έτσι! Δεν το συνηθίζω να κλαίω! Χώρια που ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα έσκαγες μύτη! Και για πες μου τώρα που είμαστε μόνοι μας και δε μας βλέπει και δε μας ακούει κανένας! Τι έγινε;
– Δουλειές, ρε! Δουλειές!
– Δόξα τον Πανάγαθο κατέφθασε η ανάπτυξη!