Του Κων/νου Τζέκη
Ξύπνησε χαράματα σχεδόν από κάποιον αλλόκοτο θόρυβο. Σαν να μπουκάρανε κλέφτες στο σπίτι του. Άνοιξε με προσοχή το κομοδίνο του, ανέσυρε εκείνη τη στρατιωτική ξιφολόγχη που του τη χάρισε στο στρατό για τα τον θυμάται ο συνάδελφός του, κλεμμένη και αυτή από κάποιον απρόσεκτο στρατιώτη.
Περπάτησε σα γάτα για να μην τον αντιληφθούν οι κλέφτες και να τους αιφνιδιάσει, υλοποιώντας κάποιο σχέδιο δράσης που κατάρτισε από παλιά, αλλά διαπίστωσε, πως το σπίτι του καλά αμπαρωμένο με διπλές σιδεριές και κλειδαριές με αποσπώμενο μύλο και συναγερμούς, για μια ακόμα φορά, ήταν ανέπαφο.
Αισθάνθηκε ικανοποίηση και συνειδητοποίησε πως ο θόρυβος προέρχονταν από τον κάτω, που για μια ακόμα φορά απρόσεκτος καθώς ήταν πάντα, παρέσυρε κάποιον αντικείμενο που έπεσε και έκανε θόρυβο.
Για να τον εκδικηθεί άρχισε να βηματίζει κάνοντας θόρυβο, όχι που θα τον άφηνε να ξανακοιμηθεί και βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Πέταξε τη γόπα στην απέναντι βεράντα, φταρνίσθηκε δυνατά να το ευχαριστηθεί που θα άκουγε τις βρισιές όλων στην οικοδομή του και άνοιξε την τηλεόραση για να μάθει τα νέα του πρωινού δελτίου. Ήταν χαράματα ακόμα.
Όμως δεν ησύχαζε. Για να μην ξυπνήσει τα παιδιά του και τη γυναίκα του που τον διαολόστελνε, κάθε φορά που την ξυπνούσε, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι.
Πέταξε τα σκουπίδια του σπιτιού του, από μακριά σαν μπασκετμπολίστας, αλλά απέτυχε και αυτά ξεχύθηκαν στο δρόμο. Σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, κλώτσησε μια πέτρα, άραγε σκέφθηκε γιατί δεν τις μαζεύει κάποιος από το δρόμο, που κατρακύλησε και σημάδεψε ένα αυτοκίνητο, που το έκανε μια λακκούβα και ικανοποιημένος έστριψε στη γωνία.
Έσπρωξε κάτι γριές στο αστικό να περάσει πρώτος, έβρισε γιατί δεν βρήκε θέση να καθίσει, στρίμωξε έναν αλλοδαπό που βρέθηκε μπροστά του, αγρίεψε τον θυρωρό του γραφείου του, σιχτίρισε τον καφετζή του που άργησε τρία λεπτά να σερβίρει τον καφέ του και άνοιξε τις εφημερίδες του.
Εθνοσωτήρες, παντού εθνοσωτήρες. Προφήτες, γνώστες ιατρικών θεμάτων, ειδικοί εμβολίων, μελλοντολόγοι, κινδυνολόγοι, όλοι αρματώθηκαν να θυσιασθούν και να σώσουν αυτόν τον έρμο τόπο, που οι ίδιοι με τα τερατώδη μυθεύματα βάλθηκαν να καταστρτέψουν..
Ας βελτιώσουν, σκέφθηκε την καθημερινότητα και αυτό θα είναι τεράστια προσφορά. Ας τιμωρούν με θάνατο αυτόν που σε ξυπνά χαράματα, ας εξοστρακίζουν τον Δήμαρχο που δεν κάνει μεγάλους κάδους απορριμμάτων, ας πετάξουν στη θάλασσα τους αλλοδαπούς, ας προστατέψου τους καλούς πολίτες, ας αφήσουν τον καθένα να αποφασίζει πότε και ποιά αγωγή και ποιό φάρμακο θα πάρει. Σκέφθηκε ότι είναι πλέον καιρός να αναζητήσει τι περιέχουν τα παυσίπονα, η κρέμα ξυρίσματος, η κολόνια του, η λακ της γυναίκας του, η πούδρα του παιδιού του και γενικά να αναζητήσει τις ουσίες και τη σκοπιμότητα παρασκευής και πώλησης του κάθε είδους της αγοράς. Δεν μπορεί για να κυκλοφορεί κάποιοι θα κερδίζουν της μάνας τους τα μάτια. Αυτό του άρεσε Τράβηξε μια ρουφηξιά και ξεφύσησε δυνατά, σκεπάζοντας με τον καπνό τη συνάδελφό του, που άρχισε να βήχει.
Θυμωμένος για το βήξιμο την αγριοκοίταξε και της είπε ότι δεν πρέπει να έρχεται στο γραφείο, αν είναι άρρωστη. Όχι τίποτα άλλο ,έχει μικρά παιδιά, μην τα κολλήσει και καμιά αρρώστια.