Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Πριν από 50-60 χρόνια οι γονείς και οι παππούδες μας δεν είχαν ούτε λογαριασμό στην τράπεζα, ούτε πορτοφόλι, ούτε κάρτα ανάληψης μετρητών από τα ΑΤΜ. Αγόραζαν τα πάντα βερεσέ, δηλαδή με πίστωση, και εξοφλούσαν τα χρέη τους τον Σεπτέμβριο, όταν πουλούσαν την παραγωγή τους τα καπνά ή τα σιτάρια. Περίσσευαν τότε λίγα χρήματα για να πάνε και στην πανήγυρη στο Πέλεκα, όπου είχαν τη σπάνια ευκαιρία να φάνε κανένα σουβλάκι, κοκορέτσι, σπληνάντερο και χαλβά Φαρσάλων.
Πολλές φορές όμως η παραγωγή τους δεν πήγαινε καλά, είτε από ασθένειες, όπως περονόσπορος, είτε από κακές καιρικές συνθήκες. Τα χρέη τους τότε παρέμεναν και διπλασιάζονταν, οπότε αναγκάζονταν να ξενιτευτούν και από την ξενιτιά να στέλνουν μάρκα και δολάρια για την εξόφληση. Έτσι έγινε το μεγάλο κύμα της μετανάστευσης σε Γερμανία, Αμερική και Αυστραλία.
Κάπως έτσι είναι σήμερα η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, και ακόμα χειρότερη. Το 1981 χρωστούσαμε μόνο 17 δισεκατομμύρια και σήμερα αυτό το χρέος έφτασε τα 325 δισεκατομμύρια. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, έχουμε χρεοκοπήσει και ζούμε μόνο με δανεικά, με βερεσέδια, τα οποία δύσκολα κάποτε θα εξοφλήσουν τα εγγόνια ή τα δισέγγονα μας.
Έχουμε βάλει και ενέχυρο ότι έχουμε και δεν έχουμε σαν χώρα για 99 χρόνια.
Ήδη 800.000 νέοι μας πήραν τα μάτια τους και έφυγαν στο εξωτερικό γιατί η ανεργία έφτασε σε ύψη ρεκόρ. Και δεν ξέρουμε εάν κάποτε θα επιστρέψουν πίσω.
Στο εξής, όπως φαίνεται, η χώρα μας θα είναι παράδειγμα χρεοκοπημένης χώρας, που θα υποδουλωθεί γιατί χρωστάει τα μαλλιά της κεφαλής της και έμαθε να ζει με βερεσέδια απλήρωτα.
Και θα τραγουδάμε όλοι με πάθος το παλιό σουξέ «ράμπι – ράμπι»:
«Βερεσία, βέρε βερέ, γκάλματι, γκάλματι
Αλλάχ τζανουμού άλματι άλματι…»
(μετάφραση εκ της τουρκικής:
βερεσέ το βερεσέ, δεν έμεινε τίποτα
Ο θεός δεν πήρε την δόλια την ψυχή μου…)