Επιμέλεια Θωμά Β. Ζιώγα
Εισαγωγή επιμελητή
Πρόσφατα, βρέθηκε ένα σπάνιο χειρόγραφο βιβλίο που επιγράφεται «Στρατιωτική γεωγραφία της ευρωπαϊκής Τουρκίας, και ιδίως των ομόρων της Ελλάδος επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας – εν Αθήναις 1851», γραμμένο από τον λοχαγό Μηχανικού Βασ. Νικολαΐδη. Το δυσεύρετο αυτό βιβλίο, συλλεκτικό πλέον, περιέχει πολλές πατριδογνωστικές πληροφορίες, χρήσιμες σε πολλούς ερευνητές.
Ερευνώντας περαιτέρω το θέμα, βρήκα ότι ο λοχαγός Βασ. Νικολαΐδης, όπως υστερότερα και ο Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός (1837-1912) εκ Δρόβιανης της Β. Ηπείρου, είχαν μέντορά τους τον εκ Χιμάρας αγωνιστή της επανάστασης του 1821 και μετέπειτα στρατηγό Σπυρομήλιο (1800-1880). Mε δική του προτροπή έγραψαν «οδοιπορικές γεωγραφίες», για στρατιωτική χρήση, με πληροφορίες στρατιωτικές, τοπογραφικές, πληθυσμιακές, κοινωνικές, παραγωγικές, επικοινωνιακές, κ.λπ., εν όψει πιθανού πολέμου με την Τουρκία προς απελευθέρωση των δούλων ακόμη βόρειων ελληνικών περιοχών, (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, κ.λπ.), τις οποίες δεν γνώριζαν καλά ή αγνοούσαν οι εν Αθήναις κρατούντες, που πάσχιζαν να ορθοποδήσουν τότε το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος. Μεταξύ των άλλων, ο Νικολαϊδης περιγράφει τα κύρια δρομολόγια ανάμεσα στις πόλεις των περιοχών αυτών και δίνει στοιχεία και για αυτές τις ίδιες τις πόλεις.
Μεταξύ άλλων περιγράφει και τον κύριο οδικό άξονα Θεσσαλονίκη-Τέμπη. Μετέγραψα και καταχωρίζω στη συνέχεια αυτολεξεί αυτό το απόσπασμα, το οποίο είναι πλήρως κατανοητό και τώρα, αν και είναι γραμμένο στην τότε καθαρεύουσα. Οι σημειώσεις εντός [..] και οι εμφατικές γραφές είναι δικές μου. Ιδού το σχετικό κείμενο:
- ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ
[σελ. 685 έως σελ. 699 του βιβλίου]
§.109. [Οδός εκ Θεσσαλονίκης εις τα Τέμπη της Θεσσαλίας]. Η συντομωτέρα οδός μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λαρίσσης είναι η δια των Τεμπών διερχομένη. Η οδός αύτη εξερχομένη της Θεσσαλονίκης εκ της πύλης του Αξιού, απέρχεται εις την γέφυραν Αξιού1 ως γνωστόν εις 4 ώρ.
Εκ της γεφύρας Αξιού, η οδός διευθυνομένη προς μεσημβρίαν διέρχεται το χωρίον Μουστάτζα εν μια ώρα και το Κιρτζαλάρ εν 1¼ ώρ. και αφίνουσα εκατέρωθεν τα χωρία Καγιαλί, Σαρίτζα, κτλ. και βαίνουσα επί εδάφους ομαλού και καταφύτου φθάνει εις 2 ώρ. από γεφύρας και 6 ώρ. από Θεσσαλονίκης εις τα χάνια του Καρασμάκ, ήτοι εις τα τρία χάνια και το τελωνιακόν κατάστημα τα οποία κείνται επί της αριστεράς όχθης του ποταμού Καρασμάκ (Λουδίας), και εν ευρύχωρον εις την δεξιάν.
[Ποταμός Καρασμάκ (Λουδίας)]. Ο ποταμός ούτος σύνηθες μεν πλάτος 35-40 μ και βάθος 2 μ, το οποίον κατά τας ώρας των όμβρων φθάνει μέχρι 4½ μ· η ταχύτης του είναι ίση της του Αξιού, η δε γεφύρωσίς του εύκολος υπό του στρατού.
Η οδός διαβαίνει επί πλοιαρίου τον ποταμόν τούτον, και εις 1 ώρ. από Καρασμάκ φθάνει εις το χάνι του Παλαιοχωρίου, συγκείμενον εκ 50 κτιρίων ελληνικών, ένθεν άρχεται το λεγόμενον Ουρουμλούον, ήτοι το ελληνικόν μέρος, όπερ υπάρχει αμιγές άλλων φυλών. Εντεύθεν η οδός διερχομένη επί πεδινού εδάφους και εν τω μέσω αξιολόγων βοσκών, φθάνει εις 2 ώρ. από Καρασμάκ εις το χωρίον Καψοχώρι, περιέχον 30 κτίρια ελληνικά και χάνι, εις ωραίαν θέσιν, κατάσκιον υφ’ υψηλών λευκών και πτελεών, και εγκαταλείπουσα δεξιά το ελληνικόν χωρίον Γεννά με 100 κτίρια, πλησιάζει την αριστεράν όχθην του ποταμού Αλιάκμονος, εις την δεξιάν του οποίου παράκειται το χωρίον Πρόδρομος. Η αριστερά του ποταμού όχθη περιβάλλεται υπό παλαιού και νέου προχώματος, απείργοντος τας κατακλύσεις των παρακειμένων γαιών· ο δε ποταμός έχει πλάτη από 30-80 μ.
[Ποταμός Αλιάκμων]. Η οδός παρακολουθούσα την αριστεράν όχθην του ποταμού τούτου, φθάνει εις 2¾ ώρ. από Καρασμάκ, 4¾ ώρ. από Αξιού και 8¾ από Θεσσαλονίκης, εις το παρά την αριστεράν όχθην του Αλιάκμονος κείμενον χάνι, ονόματι Κολυβιανό. Διαβαίνει τον ποταμόν επί πλοίου, έχοντα πλάτος ενταύθα 60 μ, βάθος 1½ μ και ταχύτητα κατά το μέσον 10 μ εις 9΄΄.
Εκ του χανίου τούτου μία οδός τείνουσα προς ανατολάς2 φθάνει εις 3½ ώρ. εις Βέρροιαν· η δε οδός Τεμπών διευθύνεται προς νότον, και παρακολουθούσα τους καταφύτους πρόποδας του Πιερίου όρους, διέρχεται πλησίον του χωρίου Λέντζα, απερχομένη εις 3 ώρ. εις το χωρίον Λιμπάνοβον, ένθεν παρακολουθούσα την ακτήν του Θερμαϊκού κόλπου φθάνει εις το χωρίον Λευθεροχώρι.
Υπάρχει όμως και ετέρα οδός από Κολυβιανού εις Λευθεροχώρι, διερχομένη δια της κωμοπόλεως Κολυνδρού. Η οδός αύτη διαβάσα τον Αλιάκμονα3 τείνει προς μεσημβρίαν, εις ½ ώρ. φέρει εις μίαν κρήνην καλού ύδατος και προσκολλωμένη επί των ανωμαλιών του Πιερίου όρους, διέρχεται εις 2 ώρ. ρύακα αναβρυτικού ύδατος, μετά τινα βήματα έτερον ρύακα και εις 3 ώρ. από του Αλιάκμονος και 11¾ ώρ. ή 12 ώρ. από Θεσσαλονίκης φθάνει εις Κολυνδρόν.
[Κώμη Κολυνδρός]. Η κώμη Κολυνδρός κείται επί ενός λόφου των υπωρειών του Πιερίου όρους, εκτεινόμενη επιμήκης απ’ άρκτου προς μεσημβρίαν· περιέχει 300 περίπου ελληνικάς οικογενείας, και είναι έδρα επισκόπου, με τίτλον ο Κύτρους, ποιμένοντος 800 περίπου ελληνικάς οικογενείας, διηρημένας εις 15 χωρία. Υπάρχει σχολείον ελληνικόν και αλληλοδιδακτικόν και 4 εκκλησίαι· αι οικίαι αρκετά καλαί όχι όμως και οχυραί· προς ανατολάς χωρίζεται η πόλις υπό χαράδρας τινος βαθυτάτης, ήτις καθιστά το μέρος οχυρόν. Οι κάτοικοι εισί τεχνίται και γεωργοί, και έχουσι καλάς αμπέλους, Δ.καρπούς, διαφόρους οπώρας και ωραίας γυναίκας.
Η οδός από Κολυνδρού ενούται μετά της κυρίας οδού των Τεμπών κατά το χωρίον Λευθεροχώρι. Όθεν εξέρχεται εκ της κωμοπόλεως ταύτης, διευθυνομένη προς ΑΜ καταβαίνει εις μέγα και ξηρόν ρεύμα της αυτής διευθύνσεως, εντός του οποίου ακολουθεί εις 1 ώρ. και φθάνει εις κρήνην αξιολόγου ύδατος. Εις 2¼ ώρ. φθάνει εις το Λευθεροχώρι, περιέχον 40 κτίρια Ελλήνων και απέχον ½ ώρ. από του παραλίου, εν ώ κείται ο λιμήν Λευθεροχωρίου, εις τον οποίον υπάρχει τελωνείον και υγειονομείον και αποθήκαι των προσόδων, και είναι αξιόλογος λιμήν.
[Λευθεροχώρι]. Το χωρίον Λευθεροχώρι έχει στρατιωτικήν βαρύτητα, ως κείμενον επί της οδού μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας και πλησίον του λιμένος· επειδή δε κατέχει υψηλήν θέσιν 150 μ άνω της θαλάσσης και μη κατεχόμενον υπό πλησίον υψωμάτων, δύναται να οχυρωθή και ν’ αποτελέση σημείον κατοχής υπό των κατακτητών.
[Χωρίον Κύτρος]. Η οδός εκ του χωρίου Λευθεροχώρι βαίνει επί ομαλού και ωραίου δια την καλλιέργειάν του εδάφους και εις 3¼ ώρ. από Κολυνδρού φθάνει εις Κύτρος (αρχαίαν Πύδναν), περιέχον τανύν 30-35 κτίρια ελληνικά, κείμενον επί τερπνού λόφου και απέχον 1 ώρ. της θαλάσσης, παρ’ ήν κείται αλυκή αξιόλογος φέρουσα το όνομα του χωρίου· έχει δε στρατιωτικήν βαρύτητα μόνον ως κείμενον επί της διαληφθείσης οδού.
Εις 1 ώρ. από Κύτρους και 4¼ ώρ. από Κολυνδρού η οδός εγκαταλείπει εκατέρωθεν τα χωρία Άγιον Ιωάννην Τρανόν, Άγ. Ιωάννην, Κουρινό, Βρουμέρην κτλ και εις 5 ώρ. από Κολυνδρού, καταβαίνουσα τας υπωρείας του Πιερίου, εφ’ ού μέχρι τούδε έβαινε, πίπτει εις την πεδιάδα Κατερίνης, ήτις έχουσα πλάτος δυο ωρών περίπου και μήκος 4 ώρ, περιορίζεται προς ανατολάς υπό του Θερμαϊκού κόλπου και προς δυσμάς υπό του Ολύμπου.
B.[Κατερίνη (Χάτηρα)]. Εις 6 ώρ. από Κολυνδρού η οδός φθάνει εις την κώμην Κατερίνην (το πάλαι Χάτηρα), περιέχουσαν 200 περίπου κτίρια Ελλήνων, Τούρκων και αθιγγάνων, ούσαν έδρα Μουδίρη και Καδδή, και κειμένην επί των ανατολικών προπόδων του Ολύμπου, επισκιάζοντος αυτήν μεγαλοπρεπώς· είναι δε το κέντρον του εμπορίου της τε πεδιάδος ταύτης και των πέριξ, έχουσα όρμον ταυτώνυμον, απέχοντα 1½ ώρ. απ’ αυτής. Εκάστην Δευτέραν γίνεται παζάρι, εν ώ πωλούνται οι περίφημοι Δ.καρποί της κοιλάδος και διάφορα μικρά προϊόντα. Εκ του Ολύμπου εξάγεται πολλή ξυλεία ναυπηγίας, μεταβιβαζομένη δια του όρμου Κατερίνης καί τινων άλλων της πεδιάδος ταύτης, αφ’ ής διήλθε και η προς κατασκευήν της ελληνικής κορβέτας, ο Λουδοβίκος, εκ του Ολύμπου υλοτομηθείσα ξυλεία.
Η οδός εξερχομένη εκ Κατερίνης δια τα Τέμπη, διευθύνεται προς μεσημβρίαν, διέρχεται εις ¾ ώρ. τον εκ του Ολύμπου προς ανατολάς κατερχόμενον χείμαρρον Τσιφτελί-σου, έχοντα πλάτος 30 μ και ορμήν επικίνδυνον εις τας διαβάσεις, και κατακλύζοντα διάφορα μέρη της δασώδους πεδιάδος, τα οποία αείποτε εστάθησαν η φωλεά των ληστών.
[Παπάς-κιοπρουσού]. Εις 2¼ ώρ. από Κατερίνης η οδός βαίνουσα επί ομαλού εδάφους, απέχουσα της θαλάσσης από 1-2 ώρ. και παρακολουθούσα τα ανατολικά κράσπεδα του υπερήφανου Ολύμπου, φθάνει εις το λιθόστρωμα Παπάς-κιοπρουσού4 υπό το οποίον ρέει ρεύμα συνώνυμον 15 μ πλάτους· εκατέρωθεν τούτου το ελώδες έδαφος περιέχει δεινά βυθίσματα εις τους διαβάτας· ολίγα δέ τινα βήματα περαιτέρω, υπάρχει ξυλίνη γέφυρα επίσης επικίνδυνος, την οποίαν διαβάσα η οδός πλησιάζει εις την ακτήν εις ⅓ ώρ., ήτοι εις 3 ώρ. από Κατερίνης φθάνει εις χάνι Παπάς-κιοπρουσού παρά τη ακτή της θαλάσσης, παρ’ ή λήγει και η ορισθείσα πεδιάς.
Το μέρος τούτο του Παπάς-κιοπρουσού είναι λίαν αξιοσημείωτον, διότι άπαξ καταστραφεισών των γεφυρών η δίοδος κόπτεται εις τον στρατόν και μικρά τινα πρόσκαιρα οχυρώματα δύνανται να τον απασχολήσωσι· δια τούτο ανάγκη είναι να καταληφθή το μέρος εκείνο και να οχυρωθή υπό του ξένου στρατού.
Το χάνι Παπάς-κιοπρουσού κείται επί τινος όρμου του Θερμαϊκού κόλπου, εν ώ υπάρχουσι τελωνείον, υγειονομείον και δυο καλώς διατηρούμενα χάνια. Εν αυτώ συχνάζουσι διάφορα πλοία, φορτώνοντα δημητριακούς καρπούς κτλ, και εξαιρέτως ξυλείαν από του Ολύμπου, οίον μεγίστας δοκούς και σανίδας ελατίνους.
[Λιτόχωρον]. Μίαν ώραν δυτικώς του χανίου, επί ενός οροπεδίου της ΑΜ υπωρείας του Ολύμπου και 150 μ περίπου άνω της θαλάσσης, κείται το ωραίον χωρίον Λιτόχωρον, περιέχον 300 ελληνικάς οικογενείας, καταγινομένας το πλείστον εις την ναυτιλίαν, την γεωργίαν, την ποιμαντικήν, και υφαινούσας το επιζητητόν εκείνο μάλλινον ύφασμα μετά φλόκου μέχρι 300.000 πήχεων κατ’ έτος, τιμώμενον προς 10 γρόσια έκαστον πήχυν. Το χωρίον τούτο περιέχει 12 εκκλησίας και σχολείον αλληλοδιδακτικόν· υπάγεται δε εις τον επίσκοπον Πλαταμώνος κατοικούντα εις Ραψάνην, ούτινος η δικαιοδοσία εκτείνεται μέχρι Κατερίνης, αφ’ ής άρχεται και η διοικητική αρμοδιότης του Νομάρχου Θεσσαλίας.
Η οδός εκ Παπάς-κιοπρουσού προς τα Τέμπη παρακολουθεί παραλλήλως της θαλάσσης και βαίνει επί ομαλού τινος προσκλινούς του Ολύμπου, εκτεινομένου μέχρι της ακτής χέρσου όμως και πετρώδους, γέμον ακανθών και τριβόλων. Εντεύθεν δε πλησιάζουσα πάλιν την ακτήν, διερχομένη δυο σταθμών φρουρών και εγκαταλείπουσα προς δύσιν επί των υπωρειών του Ολύμπου τα χωρία Λεπτοκαρυά, Σκοτίνα και Παντολέων φθάνει εις 3 ώρ. εις τους πρόποδας του λόφου, εφ’ ού κείται το φρούριον Πλαταμώνος, ένθεν ελισσομένη περί αυτόν, φθάνει εις 4 ώρ. από Παπάς-κιοπρουσού, 9 ώρ. από Κατερίνης και 19 ωρ. από Θεσσαλονίκης εις Πλαταμώνα..
§.110. [Φρούριον Πλαταμώνος]. Το φρούριον Πλαταμώνος κείται επί ενός υψώματος κρασπέδου του Ολύμπου, λήγοντος αποτόμως προς την θάλασσαν, (όρα σχέδιον), και κατερχομένου υπό των δυτικών υψωμάτων εις απόστασιν τουφεκοβολής. Η οχύρωσίς του συνίσταται εις απλούν τείχος τετραγώνου σχήματος, μόλις 600 μέτρων αναπτύξεως, επωχυρωμένου δια τεσσάρων τετραγώνων πύργων, και ενός εξαπλεύρου εντός, αποτελούντος την ακρόπολιν αυτού· περιέχει το όλον 5 πυροβόλα, 16 οικίας, 30 κατοίκους, άρρενας και θήλεις, και φρουρείται υπό 50 πυροβολιστών υπό τας διαταγάς ενός υπολοχαγού, αποσπωμένου εκ Θεσσαλονίκης κατά τριμηνίαν.
Αν και μηδενός λόγου άξιον το φρούριον τούτο και μη δυνάμενον να κατοικηθή υπό ανθρώπων ένεκα του νοσώδους του κλίματος, μ’ όλας τας προσπαθείας της οθωμανικής Κυβερνήσεως, είναι όμως σημείον διαβάσεως το οποίον έχει μεγίστην επιρροήν εις τας μεταξύ Θεσσαλίας και Μακεδονίας σχέσεις εν καιρώ πολέμου, και είναι απόλυτος ανάγκη να καταληφθή υπό του επιδρομικού στρατού, όστις βοηθούμενος εκ των παρακειμένων υψωμάτων δύναται να καταστήση αδιάβατον το σημείον τούτο, τουλάχιστον επί τινα καιρόν, μολονότι τα ίδια ταύτα Τέμπη, τα τοσούτω παραγνωρισθέντα υπό των παλαιών πολεμιστών, παρέχουσιν αξιολογώτατα σημεία κατοχής προς κώλυσιν των διαβαινόντων.
Περιορίζομεν μέχρι Πλαταμώνος την Μακεδονίαν, επιφυλαττόμενοι να περιγράψωμεν το υπόλοιπον της οδού προς τα Τέμπη μέρος, εις τ’ αφορώντα την Θεσσαλίαν.
Σημειώσεις
- Η τεράστια σε μήκος γέφυρα Αξιού και η όδευση από αυτήν μέχρι τη Θεσσαλονίκη περιγράφονται λεπτομερώς στις σελ. 583 έως 585 του βιβλίου, στο δρομολόγιο “Βοδινά (Έδεσσα)–Θεσσαλονίκη”, ως εξής: «…Γέφυρα Αξιού [Βαρδάρ κιοπρουσού]. Η γέφυρα αύτη του Αξιού [Βαρδάρ κιοπρουσού] συνίσταται εκ πασσαλωτών στηλών χονδρών δρυΐνων δοκών, αίτινες εμπηγμέναι εις τα βάθη της κοίτης του ποταμού, φέρουσιν επ’ αυτών 74 θολώματα ευθύγραμμα. Προς την δεξιάν όχθην ο ποταμός είναι βαθύς και ενταύθα η γέφυρα συχνά υποφέρει ένεκα των καταβιβαζομένων υλών. 100 δε μέτρα πέραν τούτου υπάρχει νήσος μεγάλη (καταβρεχομένη τον χειμώνα), επί της οποίας η γέφυρα ακολουθεί κατά τον αυτόν τρόπον οικοδομής, και τελευταίον ενούται μετά της αριστεράς όχθης ένθα τα ύδατα εισίν ολίγα και αβαθή, παρέχοντα δίοδον εντός. Η γέφυρα έχει πλάτος 8 μ και μήκος 600 περίπου μέτρα. Εις τα δυο έπακρα αυτής υπάρχουσιν άθλια χάνια, παρέχοντα περισσοτέρας αναπάυσεις εις τα ζώα αφ’ ό,τι εις τους ανθρώπους.
Η ταχύτης του Αξιού είναι 10 μ εις 8΄΄ της ώρας∙ βάθη μεν έχει ενταύθα από 1-4 μ και είναι βατός εντός, τον δε χειμώνα τρομερός. Η οδός διαβάσα τον Αξιόν διευθύνεται προς ανατολάς και εις μίαν ώραν υπάρχει επί της οδού μαρμάρινος στήλη, δεικνύουσα 3 μεν ώρας από Θεσσαλονίκης και 1 ωρ. από γεφύρας. Προς μεσημβρίαν (της) οδού και ¾ ώρ. απ’ αυτής κείται το χωρίον Γκιούν-Δογκουλάρ με 150 κτίρια Βουλγάρων. Δυτικομεσημβρινώς τούτου 1 ώρ. κείται η κώμη Κολακιά με 400 ελληνικά κτίρια, αμφότερα προς την αριστεράν όχθην του Αξιού. Εις 2 ώρ. η οδός διέρχεται τον ποταμόν Γκάλικ (Εχέδωρον) [ο σημερινός Γαλλικός] παρά τω συνωνύμω ξενοδοχείω και εγκαταλείπουσα εκατέρωθεν πλήθος χωρίων, οίον Κολοπάντζα, Μαχμούτ-Τσιφλίκ, Καβακλί, Μπουνάρτζα, Σαρί-Ομούρ, Τεκελή, Αραπλί, Δουδουλάρ, κτλ, κτλ, φθάνει εις το χωρίον Χαρμάν-κιόι, 1 ωρ. απέχον της Θεσσαλονίκης, γέμον ξενοδοχείων και εμπορικών εργαστηρίων, κήπων, υδάτων, οικιών ιδιωτικών και πληθύος αλωνίων. Εκείθεν η οδός εις ½ ώρ. εισέρχεται εις Θεσσαλονίκην….».
- Το σωστό είναι προς δυσμάς.
- Τον ποταμό Αλιάκμονα οι Τούρκοι τον ονόμαζαν «Ιντζέ Καρασού».
- Στην τουρκική γλώσσα σημαίνει «γέφυρα του Παπά».
Θωμάς Β. Ζιώγας
Πολιτικός Μηχανικός