Σφήνες του Αφεντούλη
Στου Αντώνη τους καιρούς,
το Μνημόνιο είχε εχθρούς,
θαρραλέοι αριστεροί
το ‘σκιζαν μια και καλή,
το θυμάσαι, πενόμενε αναγνώστη μου, που υπερψηφίζοντας τους καλούς συριζαίους Γενάρη, μέσα στο καταχείμωνο, Σεπτέμβρη, που έρχεται φθινόπωρο μαζί με τα χαράτσια, βοήθειά μας(!), ή αμφότερες τις εποχές ενδεχομένως, «πήγες για μαλλί (σ.σ. δέκατη τρίτη σύνταξη κ.λπ. κ.λπ.)» αλλά «βγήκες κουρεμένος», κατά το κοινώς λεγόμενο, βαρύτατες οι θυσίες του τρίτου, «δεύτερη φορά αριστερά» Μνημονίου γαρ;
Αν όχι, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλη, πιστός στη χτεσινή υπόσχεση, έδωσε ύφος παραμυθού στον πρόσφατο ανασχηματισμό, ώστε να διευκολύνουμε τις προσπάθειες του αισιόδοξου περί του εγγύς μέλλοντός μας συντρόφου μικροσυνταξιούχου, «Μήτσου», που περιμένει τα καλύτερα από τη νέα, νεότερη όσο ποτέ σε ηλικία, διακυβέρνηση, άδοντας:
Ανασχηματισμός.
Ήπαψεν το «μαγείρεμα», άλλος καιρός δεν μένει,
και καθενείς τον θώκο του ν’ ακούσει ανιμένει.
Η Όλγα βάνει δύναμη κι αναφωνεί τα νέα,
ιντάγινε κι ο Φίλης μας δεν είναι στην παρέα.
Γεροβασίλη σε ρωτώ και πες μου, αν κατέχεις,
στων Θρησκευμάτων την αρχή ποιον τιμονιέρη έχεις.
Τότε, λοιπόν, η Αρτινή λέει Κώστας Γαβρόγλου,
ιστορικός επιφανής, θα υπηρετεί τη γνώση,
που με την ενασχόληση καρπούς για ν’ αποδώσει,
ο Αλέξης «επιστράτευσε» την Έφη Αχτσιόγλου.
«Στα ύψη» ο αφηγητής, ο πεπαλαιωμένος,
η υπουργός τριανταενός, εγώ ενθουσιασμένος,
κι η Όλγα στον αυτό σκοπό, που ‘χε τον μαθημένο,
να εκφωνεί ονόματα, τα ανανεωμένα.
Φίνα λαλιά, «κελάηδημα», σαν της αυγής αηδόνι,
τελειώνει η λιτότητα, το ξέφωτο σιμώνει,
απάγγειλε ο σύντροφος, με ύφος που θυμίζει Βιτσέντζο Κορνάρο ολίγον τι παραδεχόμαστε, αναγνώστη μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι πρέπον και ορθό η πιο φιλελεύθερη σύζυγος, κυρία «Μήτσαινα», να μας αντιπολιτεύεται πάνω στα ευχάριστα, διερωτώμενη υστερόβουλα και προκλητικά: «Ποια Αυγή; Αν εννόησες τη φυλλάδα, προασπίστηκε το δίκιο του πρώην διευθυντή της, Νίκου Φίλη, “ψάλλοντας” τα στο Μαξίμου. Νομίζω;».
Ναι, για! Διότι, τα «νομίσματα» περί εσωκομματικής κόντρας στην Κουμουνδούρου αποδείχθηκαν κίβδηλα, αφού έφτασε μια συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής για να δοθούν οι δέουσες εξηγήσεις και να αποκατασταθεί η ομοψυχία.
Έτσι, εγκαταλείπουμε τα όποια παράπονα στη λήθη, για να εκμεταλλευτούμε τον υπόλοιπο χώρο, επίσης σε παράφραση Κορνάρου μεν, αλλά προκειμένου να ενθαρρύνουμε την προαναφερθείσα υπουργό Εργασίας δε, απαγγέλλοντας:
Ανήσυχα μαντάτα.
Άκου μαυρομαλλούσα μας, θα σου τα πω σταράτα,
το Κουαρτέτο απαιτεί να εργαστούμε τζάμπα.
Υποκατώτατο μισθό τα εγγόνια ανιμένουν,
σκέφτονται να ξενιτευτούν πολλά μακρά να πηαίνουν
και πώς να τ’ αποχωριστώ, πώς να τα χαιρετίσω,
όταν διά της ψήφου μου, εγώ θα τα ξορίσω;
Κατέχω το κι οι δανειστές στον κάλλο με πατούνε,
όταν μισθούς των Λετονών να έχουμε ζητούνε,
κι οφείλεις ν’ αντισταθείς εσύ μαυρομαλλούσα,
ξόριστους να μην «τέξεται η μαύρη επιούσα».
Μια χάρη αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ήσυχος τη ζήση μου τελειώνω,
κατά τη διαβούλευση να το βροντοφωνάξεις
χτύπα το χέρι στο έδρανο και γνώμη μην αλλάξεις.
Ν’ αναθαρρήσεις και να πεις στου ΔουΝουΤου τη Ντέλια:
Μις Βελκουλέσκου κάνε «back», πριν έλθει η συντέλεια,
καλή θητεία, Έφη, / «Μήτσος» σε απόγνωση / που έλεος απαντέχει, αμήν!…