– Βρε καλώς τα παιδιά!
– Καλώς σας βρήκαμε! Όλα καλά;
– Όλα καλά! Γιατί να μην είναι όλα καλά;
– Λέω, μήπως… υποθέτω… φαντάζομαι… και τελικά πιστεύω!
– Τι πιστεύεις;
– Σε ένα Θεό Πατέρα Παντοκράτορα…
– Μίλα σοβαρά σε παρακαλώ…
– Θες να μιλήσω σοβαρά; Πάντα σοβαρά δεν μιλάω; Εσύ άσε τις παρόλες!
– Λέγε ρε!
– Μεταξύ μας, αλλά ανακαλύφτηκε το πράσινο χρυσάφι!
– …
– Γιατί ξύνεις το κεφάλι σου;
– Μπας και θυμηθώ τίποτα! Ο χρυσός κίτρινος δεν είναι; Πάντα κίτρινος δεν ήταν; Κάτι άλλο εννοείς μου φαίνεται και πας να μου την σκάσεις!
– Κάθε πόσο πας σε σούπερ μάρκετ!
– Όποτε έχω λεφτά!
– Κι άμα δεν έχεις;
– Είναι απλό! Δεν πάω!
– Και μετά τι γίνεται;
– Τι εννοείς; Τι να γίνεται;
– Δεν τρως;
– Σιγά ρε φίλε, κάθε μέρα στα σούπερ μάρκετ είμαστε; Έχουμε κι άλλες ανάγκες!
– Σωστά! Αλλά όταν πας τι βλέπεις;
– Σοβαρά τώρα; Θες να σου πω τι βλέπω;
– Ναι, ρε!
– Πρώτα κάνω μια βόλτα από τις βιτρίνες των αλλαντικών, μετά συνεχίζω στη βιτρίνα των τυριών, κάθομαι κάμποσο, τι θα πάρετε κύριε, τι θέλετε να σας βάλω; Όχι δεν θέλω, απλώς κοιτάω! Κάθομαι λίγο πιο πέρα, παίρνω μερικές οπτικές γεύσεις, κλείνω τα μάτια, νιώθω την μύτη μου να την γαργαλάνε οι μυρωδιές, μπα δεν αντέχω άλλο…, και εξαφανίζομαι!
– Έκανες καμιά απόπειρα να πας από τα ράφια με τα λάδια;
– Ναι, αλλά από εκεί τελειώνω πιο γρήγορα. Δεν έχεις να δεις, να μυρίσεις, οπότε την κοπανάς στο πιτς φυτίλι!
– Γι αυτό δεν συναντηθήκαμε ποτέ! Εγώ ξεροσταλιάζω στα ράφια των λαδιών!
– Και τι κάνεις εκεί;
– Γονυκλισίες και προσευχές!
– Άντε, ρε! Χάζεψες;
– Εγώ; Όχι! Τις είδες τις τιμές; ΄
– Α! εμείς έχουμε λάδι από το χωριό.
– Α! γι αυτό! Και το περίεργο είναι ότι όσο εγώ σταυροκοπιέμαι και προσεύχομαι την επόμενη μέρα ανεβαίνει η τιμή, και την επόμενη πάλι ανεβαίνει, και την μεθεπόμενη πάλι ανεβαίνει…
– Μπράβο! Χρυσός δηλαδή!
– Στα λόγια μου έρχεσαι!
Ουδέν Σχόλιον! – Γράφει ο Βασίλης Μόσχης