Του Γιάννη Κορομήλη
Εμείς εδώ στην Ελλάδα υποφέρουμε. Φυσικά δεν είμαστε οι μόνοι. Σκεφτείτε τι τραβούν οι κάτοικοι της υποσαχάρειας Αφρικής (κάποιοι και της βόρειας), των περισσότερων χωρών της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής… Σκεφτείτε επίσης πως δεν είναι η πρώτη φορά που ζούμε υπό συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης. Τέτοιες και χειρότερες τις ξαναζήσαμε ως φυλή. Η μοναδική, πλην σημαντική, διαφορά με τις προηγούμενες- τουλάχιστον αυτές που γνωρίσαμε ως Νεοέλληνες – είναι ότι σε όλες τις προηγούμενες, πλην της τωρινής, στη χώρα μας είχαν διαλυθεί τα πάντα από τις πολεμικές συρράξεις που προηγήθηκαν ή , για κάποια περίοδο συμβάδιζαν με την εξαθλίωση. Όπως, για παράδειγμα προς αποτροπιασμόν, μεταμέλειαν και αποφυγήν, κατά τον αδελφοκτόνο και παντελώς παράλογο εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) που – μοναδική περίπτωση στην Ευρώπη – ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Για να ισοπεδώσει προφανώς τα όσα είχε αφήσει (κι ήταν ελάχιστα) ‘όρθια η γερμανική καταιγίδα.
Ενώ δηλαδή τις προηγούμενες φορές ξεκινούσαμε από το μηδέν ή καλύτερα από το μείον, το 2010 αντιθέτως η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Με υψηλό βιοτικό επίπεδο, υπερκατανάλωση κ.λ.π., που δεν είναι της παρούσης. Τότε είχαμε πρώτα να θάψουμε τους νεκρούς μας, να φροντίσουμε τις πληγές μας και συγχρόνως να εξασφαλίσουμε «τον άρτον ημών τον επιούσιον». Τώρα παρακολουθούμε αποσβολωμένοι την μανιασμένη επίθεση στα εισοδήματα μας, τη σταδιακή αύξηση των νεόπτωχων, την μεθοδευμένη θαρρείς διάλυση της μικρομεσαίας τάξης που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας μας.
Κι αυτή η καταραμένη πτωτική πορεία συνεχίζεται ήδη οκτώ περίπου χρόνια. Φτάσαμε ήδη στο σημείο οι μισοί περίπου Έλληνες να «ζουν» κάτω από τα όρια της φτώχειας. Αυτή η δραματική – τραγική θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς- αλλαγή προς τα κάτω (ή προς τα πίσω)είχε και έχει τρομακτικές συνέπειες στην ζωή αλλά αι στην προσωπικότητα των Νεοελλήνων. Είδαμε έτσι τις αυτοκτονίες να αυξάνονται. Τα συσσίτια για πραγματικά πεινασμένους επίσης. Την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, την απόγνωση ωσαύτως. Βλέπουμε δε το κάθε σήμερα χειρότερο από το χθες. Χωρίς να ξέρουμε πότε επιτέλους θα φτάσουμε στο πυθμένα του βαρελιού. Πότε δηλαδή δεν θα υπάρχει πλέον άλλο σκαλί να κατεβούμε στου κακού σκάλα. Οπότε και θα γεννηθεί η ελπίδα ότι αφού δεν θα μπορούμε πλέον να κατεβούμε ακόμη χαμηλότερα, θα μπορούμε να πατήσουμε σταθερά στα πόδια μας και να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε.