Ξεχασιάρη αναγνώστη μου, που από δω το πήγες, από κει το έφερες και το φέραμε, αν θέλεις, για να μην αισθάνεσαι μόνος στο «εδώλιο» της μνημοσύνης …
Ξεχασιάρη αναγνώστη μου, που από δω το πήγες, από κει το έφερες και το φέραμε, αν θέλεις, για να μην αισθάνεσαι μόνος στο «εδώλιο» της μνημοσύνης (σ.σ. τι εμπνευσμένη εισαγωγή σκαρφίστηκα πάλι, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, μην επευφημείτε, παρακαλώ, καθότι κοκκινίζω, συνεσταλμένος γαρ, ως γνωστόν!), ώστε να περάσουν οι μέρες χωρίς να υποβάλλουμε δήλωση περί των εισοδημάτων του 2015, κι όχι για να στηρίξουμε ψυχολογικά την αφεντιά σου, βεβαίως – βεβαίως, αλλά προκειμένου να πιάσουμε όλοι μαζί τα «ουάου» – κύριε, κύριε, ο Γιάνης, «ένα “νι”, το Μνημόνιο πονεί», Βαρουφάκης, το είπε – μόλις δούμε τις λυπητερές(!), τα ψέματα τελειώνουν οσονούπω.
Ναι, για! Βλέπεις, με το καλαντάρι να δείχνει, Δευτέρα, 28 του Ιούνη, σήμερα, και τους τεφτετέρηδες να μην αφήνουν ανοιχτό «παράθυρο», από τηλεοράσεως, συγγνώμη, ενδεχόμενο να δοθεί παράταση, πάει να πει ότι η σχετική προθεσμία εκπνέει εντός τριημέρου, οπότε τρέξε, βρες τον λογιστή να σου συμπαρασταθεί!
Αμφιβάλλεις αναγνώστη μου; Δεν νομίζω(!), όταν προ πολλών ημερών, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Τρύφων Αλεξιάδης, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή των συγκυβερνώντων «ΑΝ.ΕΛΛ.», Δημήτρη Καμμένου, επανέλαβε το μότο των εφοριακών «τα άσχημα τελείωσαν, έρχονται τα χειρότερα», με το οποίο υποδέχονται τις συχνές αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία, συχνότερες δεν γίνεται, τι να λέμε τώρα.
Θυμάσαι τον χρησμό, αναγνώστη μου; Αν όχι, παραθέτουμε, προς διευκόλυνσή σου, τη δήλωση που θα υποβάλει, σε παράφραση του πρώτου συντάξαντος, Μποστ, άνεργος φίλος τής στήλης και δώσε βάση.
Μου χρωστάτε, δε χρωστάω…
Ομνύων μ’ ειλικρίνεια, γράφω στη δήλωσή μου,
να λάβει γνώση ο έφορος για την κατάσταση μου,
δε διαθέτω κότερο ούτε και λιμουζίνα,
άνεργος όντας, ο φτωχός, πεθαίνω απ’ την πείνα.
Η μάνα που μ’ ανέθρεψε με του πουλιού το γάλα,
χρωστά τα μαλλιοκέφαλα και πένεται τα μάλα,
ενώ η μικρή μου αδελφή αρνείται να νηστεύσει
και στέλνει βιογραφικά για να μεταναστεύσει.
Έτσι χλωμοί που είμαστε πόνεσε η μητέρα
κι είπε να τα βολέψουμε, αλλάζοντας πατέρα.
Διότι, με τον Έλληνα που ήταν παντρεμένη
δεν άντεξε να ψωμοζεί με σύνταξη κομμένη
και πήρε πρώτα Βρετανό, μετά Αμερικάνο,
που χώρισε για Γερμανό, άνθρωπο υπεράνω.
Όμως τα τίναξε νωρίς, απ’ την πολλή κραιπάλη,
μπουζούκια ήθελε η μαμά και άντρα ψάχνει πάλι.
Η φιλαρέσκεια αυτής είναι το κάτι άλλο,
θέλει συζύγους με λεφτά και «ψήνει» έναν Γάλλο,
που Παριζιάνος, μπον –βιβέρ, τη νυχτοπερπατάει,
μα ενώ δειπνεί καλά, αυτή, τα τέκνα της ξεχνάει.
Ξεχάσαμε κι εμείς, λοιπόν, της μάνας το τραπέζι,
αφού στην ευρωζώνη ζει, εταίρους να εμπαίζει,
κι όταν ο Γάλλος ανθιστεί μανδάμ το κόλπο γκρόσο,
εγώ το ελληνόπουλο θα ‘χω πατέρα Ρώσο.
Χρέη οφείλουν άπαντες, όλοι, μικροί – μεγάλοι,
και η μαμά τις δόσεις μας πληρώνει με στεφάνι,
«μνημόνιο συμβίωσης», υπόγραψε μας λέει,
μα τους συζύγους εξαντλεί και ύστερα τους κλαίει.
Όθεν το κέρδος μας μηδέν, μηδέν τα έσοδά μου,
ο Ρώσος μας απέρριψε κι ανύπαντρη η μαμά μου.
Μυστήριος ο Μόσχοβος! Ίσως κι εμείς να φταίμε,
είναι αυτό που λέγουμε, Τρύφων, συγχώρησε με,
κι όταν πάρει μπροστά η δίκαιη ανάπτυξη, προσεχώς, εδώ είμαστε να καταβάλλουμε τους αναλογούντες φόρους, αμ πώς.
Αμ πώς, πρώτα ο Θεός!
-Ω-