Γρήγορα περνάει ο καιρός, αναγνώστες μου, κι ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης ούτε που κατάλαβε για πότε …
Γρήγορα περνάει ο καιρός, αναγνώστες μου, κι ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης ούτε που κατάλαβε για πότε φάγαμε τον Αύγουστο χωρίς να «τρέξουμε» από «σφηνών» την 31η Ολυμπιάδα του Ρίο (ντε Ζανέιρο).
Τέλος πάντων. Επειδή ποτέ δεν είναι αργά να αναμεταδώσουμε γεγονότα διεθνούς ενδιαφέροντος, αρχίζουμε με την τελετή έναρξης, ξημερώνοντας το Σάββατο, 6 του μήνα, ώρα Ελλάδος, όταν η κυανόλευκη που υποβάσταζε η ολυμπιονίκης, Σοφία Μπεκατώρου, άξια(!), καταχειροκροτήθηκε, πρώτη, «ας γιούζουαλ», στο ξακουστό «Μαρακανά», ενώ είχαν προηγηθεί καλλιτεχνικά στιγμιότυπα έμπλεα περιβαλλοντικής ευαισθησίας και περιορισμένης εντυπωσιακής τεχνολογίας – γιγαντοοθόνες, ολογράμματα, κ.λπ. κ.λπ.
Καμία σχέση, δηλαδή, με την προηγούμενη Ολυμπιάδα του Λονδίνου, όπου την «παράσταση έκλεψε» ο θρυλικός ντέντεκτιβ, Μποντ, Τζέιμς Μποντ, και τα μετάλλια απέσπασε ο άφταστος Τζαμαϊκανός δρομέας, Μπολτ, Γιουσέιν Μπολτ, επαξίως παρών και στο Ρίο, για να μην ξεχνιόμαστε.
Το θυμάστε, αποκαμωμένοι οδοιπόροι μου που δεν προφταίνετε να τρέχετε από τραπέζης εις τράπεζα για να ξοφλήσετε δόσεις δανείων, χαρατσιών ή άλλων λυπητερών;
Αν όχι, προπονηθείτε, καθόσον έπεται το «δύσβατο πέρασμα»:
Από την εγγλέζικη τυπικότητα στη βραζιλιάνικη χαλαρότητα.
Ναι, για(!), αφού οι υλικοτεχνικές υποδομές των δύο ολυμπιάδων είχαν σχέση ανάλογη εκείνης των «αλμάτων» με τα «σφάλματα», δείτε και τα ντουβάρια των βραζιλιάνικων χώρων φιλοξενίας να αναβλύζουν άφθονο το νερό, από τηλεοράσεως.
Όμως, αυτό δεν εμπόδισε τους «αθανάτους» της ΔΟΕ να βάλουν στο «χρονοντούλαπο» μία εισέτι επιτυχή διοργάνωση, κι επειδή κάτι παραπάνω ξέρουν, όσο να πείτε, κάλλιο εμείς οι σκράπες περί το αθλητικό ρεπορτάζ, «διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;», να εστιάσουμε στον αντίκτυπο των αγώνων στις φαβέλες και να λείπουν οι απορίες.
Διότι, με τον λαουτζίκο αφημένο στη μοίρα του, μαύρη μοίρα του, μοίρα, κακομοίρα του (σ.σ. σπαραχτικό το μοιρολόι, ε!), από το φερόμενο ως διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα του «πατερούλη», Λούλα ντα Σίλβα, του οποίου η εκλεκτή πρόεδρος, Ντίλμα Ρούσεφ, τελεί υπό αποπομπή, ως γνωστόν, επόμενο ήταν να υπάρξει δυσφορία για τα έξοδα των αγώνων, παρά την εκ Λονδίνου μεταφορά αρκετών (λυομένων) εγκαταστάσεων και σε αντίθεση με τις αφεντιές μας, βεβαίως – βεβαίως, που το 2004 αποζητήσαμε τα μεγάλα έργα για να μην ξέρουμε πού χρωστάμε σήμερα, καθώς αυτά ρημάζουν.
Αποτέλεσμα; Στον αντίποδα των αθανάτων, ιδού θνητός μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», που αφού συγχαρεί τα ελληνικά εύρωστα νιάτα για τις επιτυχίες του, δράττεται της ευκαιρίας να τα «ψάλλει» αρμοδίως, απαγγέλλοντας σε παράφραση Γεωργίου Σουρή:
Τόση πιλάλα για να μείνουμε «μπουκάλα»;
Αγώνες οργανώσαμε για να τα κονομήσουν
της ράτσας της Ρωμαίικης πανέξυπνα παιδιά,
αγώνες όπου νόμισαν πως όλοι θα πλουτίσουν,
πουλώντας εις τους φίλαθλους «ενθύμια» ακριβά.
Αγώνες, όπου πίστεψαν πολλοί μες στην Αθήνα
το μπουκαλάκι το νερό θα πάει μια στερλίνα,
αγώνες, που θα πτερωθεί το φρόνημα του γένους
και της Οικονομίας μας θα γίνει το… «ξεκίνα»!
Αγώνες, που περίμεναν οι Έλληνες τους ξένους
ν’ αφήσουν το συνάλλαγμα για να περάσουν φίνα.
Μα οι αγώνες έληξαν με κέρδη πενιχρά,
κι εκ των υστέρων ο λαός
τους εκλεγμένους κοίταζε πάρα πολύ ψυχρά,
εφόσον έλειψε το φως,
παρά τα ηχηρά,
και άλλοι καρπωθήκανε αγώνων τον παρά.
Λήξη των αγώνων, χρεοφειλέτες μου, κι αντί τελετής ένα θα πούμε: Περαστικά μας!…
-Ω-