Ήλθε ο Σεπτέμβρης και ο Νάθαν θα επέστρεφε στην πατρίδα του με το σμήνος των αγριόχηνων. Νοστάλγησε τη Μεθώνη, τους γονείς του, τον Ίωνα, τον καπετάν Νικολή. Η ‘χώρα πάντα καλοκαίρι’ ήταν όμορφη, ειδυλλιακή, ήρεμη και γραφική, δεν συγκρινόταν όμως με τη δική του χώρα, κι ας κρύωνε τον χειμώνα, όταν λυσσομανούσαν οι βοριάδες, κι ας τον ενοχλούσαν το καλοκαίρι οι τουρίστες που φασαριόζικα τον εκτόπιζαν από την αμμουδιά. Ο αρχικός ενθουσιασμός για εξερευνήσεις νέων τόπων έδωσε τη θέση του σε μια πιο σοφή στάση ζωής.
Τον πρώτο μήνα ξετρελάθηκε να παίζει με τις αγριόπαπιες, τις αγριόχηνες και τα χιονοτσίχλονα στη λίμνη του βορά. Λησμόνησε τους φίλους του, τα γλαρόνια, τα χελιδόνια και τα σπουργίτια. Λησμόνησε ακόμη και τ’ αφρόψαρα που κολυμπούσαν αμέριμνα στα κύματα. Τον δεύτερο μήνα άρχισε να κουράζεται από τον διαφορετικό τρόπο ζωής. Ο εναέριος χώρος, ίσα με την επιφάνεια της λίμνης, του φαινόταν περιορισμένος. Ασφυκτιούσε. Τα γύρω βουνά σήκωναν φράχτες στις πτήσεις, τον φυλάκιζαν.
Ο αέρας δεν μύριζε θάλασσα. Η γλυκιά γεύση του νερού δεν ήταν της αρεσκείας του. Τα ψάρια ήταν τρυφερά, αλλά χωρίς το άρωμα του Αιγαίου. Έπειτα, το καλοκαίρι του βορά δεν ήταν σαν το δικό του καλοκαίρι. Οι ηλιαχτίδες ήταν άτονες, με φως χλωμό, αρρωστημένο, λες και ζούσε σε ένα τεράστιο αυγό που θόλωνε τον ήλιο. Ο ουρανός δεν αποκτούσε ποτέ το βαθυγάλανο χρώμα, που τόσο πολύ λάτρευε και ήθελε ν’ αγγίξει με τα φτερά του.
-Δεν υπάρχει, δηλαδή μία χώρα που να έχει πάντα καλοκαίρι σαν το δικό μας καλοκαίρι; αναρωτήθηκε ένα βράδυ, όπως κούρνιασε να κοιμηθεί.
Ακόμη κι αν υπήρχε, ήταν αποφασισμένος να γυρίσει στη δική του χώρα, στο ψαροχώρι, δίπλα στον υγροβιότοπο, στη δική του Μεθώνη. Όταν ξύπνησε εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη, ένιωσε τη μητέρα του να φιλάει τα κοντά, πάλλευκα πούπουλα στο κεφαλάκι του. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Δεν είδε κανέναν και τότε ήταν που νοστάλγησε το φιλί της καλημέρας, όπως του το ’δινε κάθε πρωί η μαμά του.
Σηκώθηκε και τέντωσε τις φτερούγες. Δεν άκουσε τη σφυριχτή καλημέρα του γλάρου-μπαμπά του. «Μπορεί να έχω μεγαλώσει κατά έξι μήνες, όμως πάντα θα είμαι το παιδί τους» συλλογίστηκε. Άνοιξε το ράμφος του, κρώζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε, με την ευχή να ακουστεί έως τη χώρα του.
-Θα έρθω μαζί σας, ανακοίνωσε στις αγριόχηνες, που ετοιμάζονταν για την κάθοδό τους προς το νότο. Ανήκω στη χώρα μου, στον τόπο μου, στους γλάρους γονείς και φίλους μου. Η ζωή σας είναι διαφορετική από τη δική μου. Εσείς είστε αποδημητικά πουλιά και ταξιδεύετε συνεχώς για να βρείτε τη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι’. Για μένα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ανήκω στο είδος των ασημόγλαρων, των άσπρων πουλιών που κυνηγάνε αφρόψαρα, που κάνουν παρέα τους ψαράδες, που περπατάνε στις ακρογιαλιές το χειμώνα, που σφυρίζουν στους επιβάτες των φέρι-μπόουτ.
Οι αγριόχηνες, όπως κι όλα τα μεταναστευτικά και μόνιμα πουλιά του υγροβιότοπου του βορά, κατανόησαν την απόφασή του. Είχαν επίγνωση της διαφορετικότητας, της ανάγκης του να μένει σε έναν τόπο σταθερό.
Την επομένη, το σμήνος των αγριόχηνων ξεκίνησε. Το ξεπροβόδισμα που του επιφύλαξαν τα υπόλοιπα πτηνά ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό. Το ταξίδι διήρκησε δέκα ολόκληρες ημέρες. Ο Νάθαν δεν κουράστηκε όπως την προηγούμενη φορά. Ίσως η ανυπομονησία να φτάσει στη Μεθώνη τού έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει.
Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τους γονείς του. Αναρωτιόταν μήπως θα έπρεπε πλέον να τους φροντίζει περισσότερο, να τους προσφέρει ασημένια αφρόψαρα, αφού οι ίδιοι δε θα έχουν πια κουράγιο να κυνηγάνε στον αφρό της θάλασσας. Κι ο Ίωνας; Αν τον είχε απορρίψει κι είχε κάνει καινούργιους φίλους; Κι ο καπετάν Νικολής; Τον άφησε μόνο του να παλεύει στη θάλασσα, να προσμένει τη μέρα που τα δίχτυα του θα γεμίσουν ψάρια σπαρταριστά.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η θαλασσινή αύρα πλημμύρισε τα νεανικά του πνευμόνια και ξύπνησε το κουρασμένο του κορμί. Κοίταξε μπροστά. Το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού τον γαλήνεψε. Η Μεθώνη απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα.
-Εδώ πρέπει να σας αποχαιρετήσω, είπε στις αγριόχηνες, οι οποίες θα συνέχιζαν το ταξίδι τους νοτιότερα.
Με ένα ευχαριστήριο σφύριγμα κι ένα δάκρυ, που δεν άφησε να φανεί, άρχισε να χάνει ύψος. Προσγειώθηκε στο φάρο του λιμανιού. Από ’κει αγνάντεψε το χωριό, τις ψαρόβαρκες με τα διπλωμένα δίχτυα που είχαν αράξει στο λιμάνι και χόρευαν στον ρυθμό των κυματισμών, τ’ άσπρα σπιτάκια με τις καθαρές αυλές, τις γεμάτες πιτσιρίκια παιδικές χαρές που ζωντάνευαν κάθε απόγευμα από τις φωνές τους. Πόσο του έλειψαν όλο αυτόν τον καιρό τούτες οι εικόνες!
Σφύριξε συνθηματικά, ελπίζοντας να τον ακούσουν οι γονείς του. Ήθελε τόσο πολύ να τους αγκαλιάσει και να τους φιλήσει! Σφύριξε και ξανασφύριξε κι ο ήχος ταξίδεψε έως τα γκρέμνια, ήχησε στ’ αυτιά των γονιών του, ήχος αγαπημένος που περιμένανε μήνες τώρα ν’ ακούσουν.
Φτερούγισαν γοργά κι αντίκρισαν το στερνοπούλι τους, ξαπλωμένο κάτω από τον φάρο, εξουθενωμένο, να κοιμάται βαθιά. Κάθισαν πλάι του, όλο το βράδυ, αναμένοντας να πάρουν την σκυτάλη από τα όνειρά του.
-Καλώς ήλθες, λατρεμένο μου παιδί, ψιθύρισε θελξικάρδια η μαμά-γλαρίνα στον αποκοιμισμένο Νάθαν.
Ο μπαμπάς-γλάρος, κατασυγκινημένος, με την καρδιά του να φτεροκοπά, αγωνιούσε να ξυπνήσει το καμάρι του και να τους πει τα νέα του από τη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι’.
Με το πρώτο φως της χαραυγής, ο Νάθαν ξύπνησε. Όσο κι αν είχε ανάγκη από πιότερη ανάπαυση, αδημονούσε να συναντήσει τους δικούς του.
Άνοιξε τα μάτια του, ορθώθηκε, τέντωσε τα φτερά του. Έκρωξε, με τις λιγοστές δυνάμεις που του είχαν απομείνει και μετά έκρωξε ξανά και ξανά, ξέπνοα, καλώντας τους γονείς του να ξυπνήσουν. Απογοητευμένος που δεν πήρε καμία απόκριση, έμεινε να κοιτάζει τους ψαράδες που γυρνούσαν από τ’ ανοιχτά.
Κι όπως ετοιμάστηκε να πετάξει κοντά τους, για να πάρει το πρωινό του, ένιωσε μια γνώριμη τσιμπιά στο σβέρκο.
-Καλημέρα παλικάρι μου, είπε η μαμά του και τον αγκάλιασε με τα στοργικά φτερά της.
Τα τσιμπήματα καλωσορίσματος που ακολούθησαν δεν περιγράφονται. Ο Νάθαν, αναγαλλιασμένος από την αγάπη τους, ένιωσε τύψεις που τους άφησε άνοιξη και καλοκαίρι μοναχούς.
-Έλα τώρα Σφυριχτή, μη μετανιώνεις για ό,τι έκανες. Σίγουρα κάτι αποκόμισες από το ταξίδι σου. Επισκέφθηκες μέρη που δεν θα γνώριζες ποτέ, εξάλλου τώρα είσαι νέος και ασυγκράτητος. Αν ήσουν πιο μεγάλος, δεν θα τολμούσες κάτι τέτοιο, είπε ο πατέρας του και τον έσφιξε με τις φτερούγες του.
-Κοιμηθήκαμε πλάι σου. Ακούσαμε το ξέπνοο, συνθηματικό σφύριγμα και σπεύσαμε ευθύς αμέσως να σε βρούμε. Πες μας, ήταν ωραία εκεί που πήγες;
-Ήταν όμορφα και γαλήνια, μαμά, όμως πουθενά δεν είναι τόσο ωραία όσο στον τόπο μας. Ο ήλιος δεν λάμπει δυνατά, τα ψάρια της λίμνης είναι άνοστα, η αυγή δεν έχει χρώμα πορτοκαλί και στη δύση ο ήλιος κρύβεται πίσω από σύννεφα μουντά.
-Έλα, Σφυριχτή, πέτα να βρεις τον παλιό σου ρυθμό, πάμε στις ψαρόβαρκες, να φάμε μικρά ψάρια που ξεφορτώνονται οι ψαράδες, είπε ο πατέρας του, κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια.
Ο Νάθαν έμεινε να κοιτάζει τον πατέρα του. Ο ήλιος φώτισε το πρόσωπο του γηραιού γλάρου. «Με πήρανε τα χρόνια, γέρασα, εγώ, ο θαλασσοδαρμένος γλάρος». Ο Νάθαν δεν άργησε να καταλάβει την ενδόμυχη σκέψη του πατέρα του.
-Μπαμπά, είσαι πανέμορφος, αλλά θα μου επιτρέψεις από σήμερα εγώ να σας ταΐζω. Εσείς μεγαλώσατε και κουράζεστε. Εγώ θα πετάω στ’ ανοιχτά και θα σας φέρνω φρέσκα αφρόψαρα και όταν θα επιστρέφουν οι ψαρόβαρκες, θα σας κουβαλάω γαύρους και σαρδέλες, γόπες και μουρμούρες.
-Το στερνοπούλι μας, όπως κατάλαβες, μεγάλωσε κι αναλαμβάνει τις ευθύνες του, καμάρωσε η μητέρα του, αποφεύγοντας να αντικρίσει το δικό της είδωλο στα μάτια του Νάθαν. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Η θάλασσα τής το υπενθύμιζε συνεχώς.
Ο Νάθαν αναζήτησε με το βλέμμα τον καπετάν Νικολή και τη βάρκα του. Τον εντόπισε στην προβλήτα να επιδιορθώνει τα τρυπημένα δίχτυα. Με ένα σβέλτο φτερούγισμα τον προσέγγισε και του σφύριξε συνθηματικά.
-Μπαγάσα, πού χάθηκες; Όλο το καλοκαίρι μ’ άφησες μοναχό μου! Έλα, Σφυριχτή της Μεθώνης, πιάσε το καλύτερο ψάρι. Κοίτα, ακόμη σπαρταράει! Μόνο την άλλη φορά που θα φύγεις μην τολμήσεις να μην με αποχαιρετήσεις, τουλάχιστον με ένα σφύριγμα! Και με μια κίνηση πέταξε μια καλοθρεμμένη σαρδέλα στον αέρα.
Ο Νάθαν έκανε ένα ακροβατικό και την έπιασε, πριν το ψάρι πέσει στην θάλασσα. Έπειτα κάθισε στην πλώρη της ψαρόβαρκας. Ο καπετάν Νικολής δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Ανδρέα, κοίτα πόσο μεγάλωσε ο Νάθαν, σαν ν’ άλλαξε μου φαίνεται. Ποιος τον ξέρει σε ποια μέρη τριγυρνούσε.
Ο Ανδρέας συμφώνησε. Ο μικρός γιος του καπετάν Νικολή είχε πλέον μεγαλώσει, είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και θα πήγαινε γυμνάσιο. Ένα ίχνος μουστακιού είχε κάνει την εμφάνισή του κι η φωνή του είχε παχύνει.
-Έχεις δίκιο, μπαμπά, μεγάλωσε και θέριεψε. Δεν είναι ο μικρός γλάρος του λιμανιού, μα ένας νεαρός γλάρος, γεμάτος δύναμη και θέληση για τη ζωή.
Ο Νάθαν συνέχιζε να τους κοιτάζει. «Πόσο μου έλειψες καπετάν Νικολή!» είπε και έκρωξε δυνατά. Περίμενε κι άλλα ψάρια, όχι όμως για να κόψει την πείνα που τον τυραννούσε από το πολυήμερο ταξίδι, αλλά για να τα προσφέρει στους γονείς του. Ο καπετάν Νικολής τού πέταξε κι άλλες σαρδέλες στον αέρα. Ο Νάθαν κάνοντας καταπληκτικά μανουβραρίσματα τις έπιανε και τις μετέφερε στους γονείς του που έστεκαν στον φάρο.
-Κοίτα τον πόσο τρυφερός είναι! Ταΐζει δύο μεγαλύτερους γλάρους! παρατήρησε ο καπετάν Νικολής.
-Ίσως να είναι οι γονείς του, μπαμπά, ίσως να μεγάλωσαν και να τους φροντίζει, ίσως να είναι ανήμποροι να αυτοσυντηρηθούν, διαπίστωσε ο Ανδρέας.
-Μοναχά τον Νάθαν έχω δει να κάνει κάτι τέτοιο. Κάποτε, πίστευα πως οι γλάροι δεν είναι σαν εμάς τους ανθρώπους, παιδί μου. Η ζωή, βλέπεις, στη φύση κρύβει ωμότητα αλλά κι ευαισθησία, όπως σε ’μας, αρκεί να έχεις μάτια να τη δεις.
Πατέρας και γιος ένωσαν τα βλέμματα τους. Έδωσαν μια υπόσχεση. Σύντομα ξεκινούσε η νέα σχολική χρονιά και το γυμνάσιο περίμενε τον φιλόδοξο μαθητή να κατακτήσει τη γνώση. Ο καπετάν Νικολής θα ψάρευε πλέον χωρίς το παιδί του, θα πάλευε με τα κύματα και τον Βαρδάρη, έχοντας πλάι του τον Νάθαν σφυριχτή.
Της συγγραφέα Καράντζιου Δομνίκης
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ